[Άτιτλο]
Πόσο είναι δύσκολονα κατανοήσεις το τοπίο
καθώς περνάς απ’ αυτό με το τρένο
από δω προς τα κει
και σιωπηλά σε
παρακολουθεί να εξαφανίζεσαι.
Χρονοδιάγραμμα
Υποταγμένος
το πρωινό μελετώ
τους κόκκους του καφέ μου
Το μεσημέρι κόβω
μια φέτα για τον εαυτό μου
από την κούφια κολοκύθα του καλοκαιριού
Και μόνο όταν βραδιάζει ξανατολμώ
το κρητικό κόλπο
των ταυροκαθαψίων
Ανεξερεύνητο
Ο προπάππος
φορώντας το πολύχρωμο πανωφόρι του
καταρτίζει ένα ωροσκόπιο
Ένα τέλειο
επτάγραμμο όπου δεν μεταβάλλονται
οι κακόβουλοι οίκοι
Εκείνες οι λευκές περιοχές
που έχουν φωτοστοιχειοθετηθεί
πάνω στον ιστορικό μου άτλαντα
Πανάκεια
Μια ψαλιδιά
μια δαχτυλήθρα
το μάτι μιας βελόνας
Ένας προσκυνηματικός χώρος
μια αναμνηστική πέτρα
ένα βουνό που μετακινήθηκε
Ένα είδος χαμηλού πεύκου
κι ένα κυβοειδές παγάκι
χρωματισμένο με μια στάλα
βερολινέζικου μπλε
Mölkerbastei
ο δωμάτιο του Μπετόβεν
είναι τακτοποιημένο τώρα
Τα κάδρα ισιωμένα
οι κουρτίνες καθαρές
και κάθε βδομάδα τα πατώματα
βερνικώνονται αδιαλείπτως
Μα την καρέκλα
πίσω από το πιάνο με ουρά
την έχουν απομακρύνει
Ακόμη έρχεται μερικές φορές
τα βράδια και συνθέτει κάτι
όρθιος
Υπό την αίρεση
η σύνθεσή του να ακούγεται μόνο
με ακουστικό βαρηκοΐας
Τριγωνομετρία των σφαιρών
Τη χρονιά του θρήνου
ο παππούς μετέφερε
το πιάνο στη σοφίτα
και δεν το έφερε
πίσω ποτέ ξανά
Με το μπρούντζινο τηλεσκόπιό του
τώρα εξερευνά
τις καμπύλες του ουρανού
Στο ημερολόγιό του έχει καταγράψει
έναν κομήτη με ουρά
και την κατηγορηματική πρόταση
ότι η σελήνη είναι έργο τέχνης της γης
Από κείνον ξέρω επίσης
για τον άγιο άνθρωπο που κάθεται
εκεί που η νύχτα γίνεται μέρα
και βρυχάται σαν λιοντάρι
Και κάποτε μου είπε μην ξεχνάς
ο βόρειος άνεμος φέρνει
από τον οίκο του Κριού το φως
στις μηλιές
Ταξίδι στο Νιου Τζέρσι
Πέρασα δύο ώρες στα τέλη του Δεκέμβρη
στη λεωφόρο Γκάρντεν Στέιτ
στο πορτ μπαγκάζ του αρχαίου Φορντ
με την καρδιά μου να γίνεται μόνο
βαρύτερη χρόνο με τον χρόνο
Μια παρατεταμένη καταστροφή:
το συνεχές ποτάμι της κίνησης στους δρόμους
ο ατέλειωτος μόχθος της προσπέρασης
η βάναυση επαφή των βλεμμάτων
με εντελώς ξένους
στη γειτονική λωρίδα
Από πάθος
για τα προϊστορικά αδέρφια του
απογειώνεται από το αεροδρόμιο του Νιούαρκ
ένα Τζάμπο πάνω από βάλτους και λιμνοθάλασσες
πάνω από ένα γιγάντιο
βουνό σκουπιδιών που βγάζει καπνούς
και από τα αναρίθμητα φώτα
των διυλιστηρίων
Μίλι το μίλι καχεκτικά δέντρα
τηλεγραφόξυλα λιβάδια από μύρτιλα
μια επαρχία της Σιβηρίας
αποικιοκρατούμενη έπειτα σπαρμένη
ετοιμοθάνατα σούπερ μάρκετ
εγκαταλελειμμένα πτηνοτροφεία
στοιχειωμένα από εκατομμύρια επί εκατομμυρίων
αυγά για πρωινό
που κρύβουν τους ακατανόητους αναστεναγμούς
ενός ολόκληρου έθνους
Κοντά στην πόλη των συνταξιούχων, το Λέικχερστ
ένα πάρκο σαφάρι άηχο
κάτω από το παλτό του πάγου
κοιμητήρια τόσο μεγάλα
όσο τα θέατρα μαχών των παγκοσμίων πολέμων
ύποπτοι χώροι κήδευσης των πεθαμένων
αντικερί και ένας σταθμός λεωφορείων
για τα τελευταία ταξίδια
προς το Ατλάντικ Σίτι
Στο ημίφως του ίδιου του καταυλισμού
δέκα τετραγωνικά μίλια από αμυδρά
φωτισμένα μπάνγκαλοου
πρασιές με κωνοφόρα-νάνους
χριστουγεννιάτικες διακοσμήσεις
Αη Βασίληδες Ρούντολφ το ελαφάκι
και μπροστά από ένα σπίτι
ο θείος μου να ταΐζει τα πουλιά
Πίνοντας ποτό
αργότερα μου λέει
για την κατάληψη της Νέας Υόρκης
Πίνοντας ποτό σκέφτομαι
τις συνέπειες της καταστροφής μας
και τη σημασία της φωτογραφίας
που τον δείχνει, τον θείο μου,
σαν βοηθό σιδηρουργού το ΄23
στη νέα χάλκινη οροφή
της συναγωγής του Άουγκσμπουργκ
τότε ήταν καλύτερες εποχές
Την επομένη πάμε με το αμάξι στη θάλασσα
στη λεωφόρο Σισάιντ Παρκ το μεσημέρι
ξύλινοι διάδρομοι ερημωμένοι
φαγάδικα καλυμμένα με σανίδες
εξοχικά σε αλπικό στιλ
με αέρηδες να κυκλοφορούν ανάμεσά τους
γιοτ που κροταλίζουν απ’ το κρύο
η προαστιακή μετανάστευση των αμμόλοφων
Με τα καφετιά κύματα στο ύψος του σπιτιού
σαν υπόβαθρο ο θείος μου
γέρνοντας μπροστά μέσα στον άνεμο
μου βγάζει αντί για ποτό
μια φωτογραφία με την Πολαρόιντ του
Άραγε είναι αλήθεια ότι πεθαίνουμε
μόνο μια φορά
Ενενήντα χρόνια μετά
μια Κυριακή από-
γευμα του μηνός
Νοεμβρίου οδήγησα με το αμάξι
νότια του Φράιμπουργκ
πέρα από τις παρυφές
του Μέλανα Δρυμού.
Στον δρόμο μέχρι την Πύλη
της Βουργουνδίας σε χαμηλό ύψος
ακίνητα σύννεφα
πάνω από ένα τοπίο
βαθιά μες στις σκιές,
τα εκκολαπτόμενα μοτίβα των
αμπελώνων στις πλαγιές του.
Το Μπαντενβάιλερ μοιάζει
ερημωμένο μετά
από μια ιογενή καλοκαιρινή
επιδημία. Σιωπηλή
αιμορραγία, φαντάζομαι,
σε κάθε σπίτι και τώρα
δεν υπάρχει ούτε μία
ψυχή τριγύρω, ακόμη και
το πάρκινγκ
κοντά στις εγκαταστάσεις άδειο.
Μόνο στο φυτώριο των δέντρων
κάτω από γιγάντιες
σεκόγιες συναντώ
μια μοναχική κυρία
που μυρίζει πατσουλί
και κρατά ένα λευκό
σκυλάκι Πομεράνιαν στην αγκαλιά της.
Καθώς το απόγευμα
πλησιάζει
ο ήλιος βυθίζεται στη δύση
ανάμεσα στα σύννεφα
και την κορυφογραμμή
των λόφων του Βοζ
το τελευταίο από το
φως που χάνεται πλημμυρίζει
την κοιλάδα του Ρήνου
που τρεμοφέγγει και αναρριγεί
όπως η αλμυρή ακτή
μιας ξεραμένης λίμνης.
Στο Αλφερμέ
αργά τον Νοέμβρη
όλη τη νύχτα
η βροχή γλείφει
τον Ιούρα
Περνώντας στραβά τον ύπνο στη βελόνα
γράμμα-γράμμα
έρχεται μια γλώσσα
που δεν καταλαβαίνεις
Τα εξουθενωμένα μάτια
του συγγραφέα τα
δάχτυλα του ενός χεριού στα
πλήκτρα της μηχανής
Το πρωί σηκώνεται το σκοτάδι
από τη γη
και δεν υπάρχει καμία διαφορά
ανάμεσα σε λίμνη & αέρα
Κατά μήκος της ακτής
μια σειρά λεύκες
πίσω τους σε ένα αγκυροβόλιο
ένα μοναχικό καράβι
Πέρα από το γκρίζο
νερό αόρατο
μέσα από λωρίδες ομίχλης
το χωριό Zουτς
λίγα φώτα
που τρεμοσβήνουν &
μια στήλη χιονό-
λευκου καπνού.
αργά τον Νοέμβρη
όλη τη νύχτα
η βροχή γλείφει
τον Ιούρα
Περνώντας στραβά τον ύπνο στη βελόνα
γράμμα-γράμμα
έρχεται μια γλώσσα
που δεν καταλαβαίνεις
Τα εξουθενωμένα μάτια
του συγγραφέα τα
δάχτυλα του ενός χεριού στα
πλήκτρα της μηχανής
Το πρωί σηκώνεται το σκοτάδι
από τη γη
και δεν υπάρχει καμία διαφορά
ανάμεσα σε λίμνη & αέρα
Κατά μήκος της ακτής
μια σειρά λεύκες
πίσω τους σε ένα αγκυροβόλιο
ένα μοναχικό καράβι
Πέρα από το γκρίζο
νερό αόρατο
μέσα από λωρίδες ομίχλης
το χωριό Zουτς
λίγα φώτα
που τρεμοσβήνουν &
μια στήλη χιονό-
λευκου καπνού.
Περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος αρ. 61, Μετάφραση: Χριστίνα Λιναρδάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου