"Περπατώ όλο το σπίτι σέρνοντας την παλάμη μου στους πέτρινους τοίχους. Τέσσερις τοίχοι. Από την μπροστινή πλευρά η αυλή, πίσω η μεσοτοιχία με ένα άλλο έρημο σπίτι. Μέσα του διαβάζω ιστορίες άλλων ανθρώπων. Κάποτε εκεί ζούσαν τρεις. Ύστερα δύο, γιατί ο πατέρας έφυγε εξόριστος στην Ουγγαρία το '40. Γύρισε το '64. Όταν ήρθε, ο γιος του ήταν πια δεκάξι και πολύ ατίθασος, και η γυναίκα του τον κοίταζε σαν ξένο. Εκείνος θύμωνε πολύ. Και ο γιος του το ίδιο, ώσπου μια μέρα τον σκότωσε μπήγοντάς του ένα μαχαίρι στο στήθος. Η γιαγιά μου έπλενε τις κατσαρόλες της εκείνη την ώρα, άκουσε φωνές και μυρίστηκε το αίμα. Μετά τη δίκη κανείς δεν τους ξανάδε στο χωριό ούτε και μίλησε γι' αυτούς, όμως πολλές γυναίκες και αγόρια τούς θυμήθηκαν όταν γύρισαν κι άλλοι άντρες από την Ουγγαρία, το Ουζμπεκιστάν, τη Ρουμανία και την Πολωνία. Τότε ήταν το '74 και εκείνοι που επέστρεψαν ήταν ολότελα ξένοι, πλην εικοσιπέντε χρόνια από την ξοδεμένη ζωή, αν μετρήσω κι εγώ με αφαίρεση, όπως η γιαγιά μου. Όχι πως θέλανε οι γυναίκες ή τα παιδιά τους να γίνουνε φονιάδες, μα σιγά σιγά καταλάβαιναν πως πλησίαζε εκείνη η κακιά στιγμή που επιστρέφει ο ξένος να σε ορίσει και πρέπει να τον λες άντρα σου ή πατέρα σου κι εκείνος να σε λέει γυναίκα ή παιδί -για ποιον παίζουμε αυτό το παιχνίδι;"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου