Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2023

Ναυαγοῦ τάφος εἰμί: Ἕξι ἐπιτύμβια ἐπιγράμματα ἀπὸ τὸ ἕβδομο βιβλίο τῆς Παλατινῆς Ἀνθολογίας

   1.  ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ 

[Ναυαγοῦ εἶμαι τάφος]

 

Ναυαγοῦ εἶμαι τάφος· μὰ ἐσὺ τὸ ταξίδι συνέχισε·

ἄ, κι ἐμεῖς σὰν χανόμασταν, τ᾿ ἄλλα καράβια τὴ θάλασσα διέπλεαν.

7.282

 

  1. ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

[τὴ δική του θρηνώντας ζωὴ]

 

Ναυαγέ, πές μου, ξένε, ποιὸς εἶσαι καὶ ποιὸ τ᾿ ὄνομά σου;

Στ᾿ ἀκρογιάλι σὲ βρῆκε νεκρὸ ὁ Λεόντιχος

καὶ σὲ τοῦτον τὸν τάφο σ᾿ ἐκήδεψε,

τὴ δική του θρηνώντας τὴν ἄθλια ζωή·

— οὔτε ἐκεῖνος ποτὲ δὲν ἡσύχασε·

σὰν τὸν γλάρο τὰ πέλαγα ὀργώνει.

7.277

 

  1. ΔΑΜΑΓΗΤΟΥ

[γυμνὸς  σ᾿ ἀφιλόξενη ἀκτή]

 

Μιὰ φορὰ ὁ Θυμώδης θρηνώντας  γιὰ τὸ ἀδόκητο τέλος

τοῦ  παιδιοῦ του τοῦ Λύκου τὸν κενὸ τοῦτο τάφο

μὲ σπονδὲς νεκρικὲς τὸν τιμοῦσε·

γιατὶ ἐκεῖνον δὲν σκέπασε

λιγοστὸ ξένο χῶμα, μὰ θὰ  βρίσκεται ἴσως

σὲ ἀμμώδη γυαλὸ ἤ σὲ νῆσο ἁλίκτυπη–

καὶ χωρὶς ταφικὲς προσφορὲς τὰ ὀστᾶ του θὰ δείχνει

ἐνῶ κεῖται  γυμνὸς  σ᾿ ἀφιλόξενη ἀκτή.

7.497

 

 4. ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ

[Ὁ μικρούλης Κλεόδημος]

 

Τὸν μικρούλη Κλεόδημο,

βυζανιάρικο βρέφος ἀκόμα, καθώς

στὸ πλευρὸ στηριζόταν τοῦ πλοίου

βοριᾶς θρακικὸς τὸ παρέσυρε

μέσα στ’ ἄγριο τὸ πέλαγος

καὶ τὸ κῦμα εὐθὺς τὴν ψυχὴ τοῦ μωροῦ τὴν ἀφάνισε

Ἂχ Ἰνώ, ἀνελέητη νύμφη,

τὸν ὁμήλικο τοῦ Μελικέρτη

ἀπ’ τὸν Ἅδη τὸν μαῦρο  δὲν γλίτωσες.

 7.303

 

  1. ΑΝΤΙΦΙΛΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

[Ἡ κούφια λέξη]

 

Στὴν πατρίδα μου ἤδη σχεδὸν εἶχα φτάσει καὶ «Αὔριο» εἶπα

«ἡ φουρτούνα ποὺ μ’ ἔπληξε θά ᾿χει κοπάσει»

Μὰ δὲν εἶχαν ἀκόμα τὰ χείλη μου κλείσει

ὅταν ἔγινε  ἡ θάλασσα ἴση μὲ Ἅδη

καὶ μ᾿ ἀφάνιζε ἐκείνη ἡ κούφια ἡ λέξη.

Ν᾿ ἀποφεύγεις στὰ λόγια σου τ’ «αὔριο»

(καὶ τ’ ἀσήμαντα ἀκόμα δὲν γλιτώνουν τὴ Νέμεση,

τὴν αἰώνια τῆς γλώσσας ἀντίπαλο).

7.630

 

  1. ΞΕΝΟΚΡΙΤΟΥ ΡΟΔΙΟΥ

[Λυσιδίκη]

 

Τὰ μαλλιά σου ἀκόμα σταλάζουν ἁρμύρα, κορίτσι βαριόμοιρο,

ναυαγὲ Λυσιδίκη, ποὺ ἐχάθης στὸ πέλαγος·

σὰν ἀγρίεψ᾿  ὁ πόντος, τὸν θυμὸ τῆς θαλάσσης φοβήθηκες κι ἔπεσες

ἀπ᾿  τὸ κοῖλο καράβι·

μόνο ὁ τάφος σου πιὰ τ᾿ ὄνομά σου καλεῖ καὶ τὴν Κύμη τὴ χώρα  σου,

μὰ τὰ  ὀστά σου τὸ κῦμα στὸν κρύο γιαλὸ  περιβρέχει.

Τὸν πατέρα Ἀριστόμαχο βρῆκε μεγάλο κακό·

σ᾿ εἶχε φέρει γιὰ γάμο κι οὔτε κόρη οὔτε σῶμα νεκρὸ δὲν συνόδευσε.

7.291


μετάφραση: Τασούλα Καραγεωργίου


Πηγή: Περί Ου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου