[…] O Μπάρτλεμπυ διεκπεραίωνε μια εκπληκτική ποσότητα γραφικής δουλειάς. Σαν ένας άνθρωπος λιμασμένος από καιρό να αντιγράψει, έτσι και αυτός κατάπινε λαίμαργα τα έγγραφά μου. Δεν του έμενε καιρός ούτε να χωνέψει. Νύχτα και μέρα δεν σήκωνε κεφάλι αντιγράφοντας με το φως της ημέρας και κάτω από το φως των κεριών. Θα ήμουν πανευτυχής με την επίδοσή του, αν είχε δείξει κάποια σημεία ευφροσύνης με τη δουλειά του. Αντιθέτως, όμως, εκείνος συνέχιζε να γράφει σιωπηλά, άχρωμα, μηχανικά.
Αποτελεί βεβαίως αναπόσπαστο μέρος των καθηκόντων ενός γραφιά η αντιπαραβολή των αντιγράφων λέξη προς λέξη με το πρωτότυπο. Σε ένα γραφείο που διαθέτει περισσότερους γραφιάδες υπάρχει αμοιβαία βοήθεια σε αυτόν τον έλεγχο. Ο ένας διαβάζει το αντίγραφο και ο άλλος παρακολουθεί το πρωτότυπο. Πρόκειται για μια απασχόληση εξαιρετικά μονότονη, ανιαρή και που προκαλεί υπνηλία. Φαντάζομαι ότι για ορισμένες πληθωρικές ιδιοσυγκρασίες θα πρέπει να είναι κάτι εντελώς αφόρητο. Μου είναι δύσκολο να υποθέσω, παραδείγματος χάριν, ότι ο ποιητής Βύρων θα καθόταν αγόγγυστα στο πλευρό του Μπάρτλεμπυ να αντιπαραβάλει ένα νομικό έγγραφο πεντακοσίων ας πούμε δυσανάγνωστων σελίδων.
[…] Ένας από τους λόγους που είχα τοποθετήσει τον Μπάρτλεμπυ σε κοντινή απόσταση από μένα ήταν για να προστρέχω στις υπηρεσίες του σε παρόμοιες περιπτώσεις ρουτίνας. Θαρρώ θα πρέπει να ήταν η τρίτη μέρα, αφότου τον προσέλαβα και προτού ακόμα προκύψει οποιαδήποτε ανάγκη να ελέγξω τα γραπτά του, όταν κάλεσα ξαφνικά τον Μπάρτλεμπυ σε βοήθειά μου. Πάνω στη φούρια μου και θεωρώντας ως κάτι φυσικό την άμεση συμμόρφωση στις επιταγές μου, καθόμουν στο γραφείο μου με το κεφάλι σκυμμένο πάνω στο πρωτότυπο χειρόγραφο και το δεξί χέρι τεταμένο κάπως νευρικά να κρατά το αντίγραφο. Σε τρόπο ώστε ως ο Μπάρτλεμπυ ανεδύετο από το κρησφύγετό του να το αρπάξει συνεχίζοντας την εργασία δίχως την παραμικρή χρονοτριβή.
Βρισκόμουν καθισμένος σε αυτήν την στάση, όταν τον φώναξα, εξηγώντας συνοπτικά σε τι ήθελα να με βοηθήσει. Φανταστείτε το ξάφνιασμά μου, για να μη πω την κατάπληξή μου, όταν δίχως διόλου να κινηθεί από την απομόνωσή του, ο Μπάρτλεμπυ αποκρίθηκε με μια αλλόκοτα ήπια και σταθερή φωνή: «Θα προτιμούσα όχι».
Έμεινα για ένα διάστημα καθηλωμένος και άφωνος προσπαθώντας να συμμαζέψω το μυαλό μου. Στην αρχή μου φάνηκε ότι τα αυτιά μου με είχαν γελάσει ή ότι ο Μπάρτλεμπυ είχε εντελώς παρανοήσει το νόημα των λόγων μου. Επανέλαβα την παράκλησή μου με όσο μπορούσα πιο ευδιάκριτη φωνή. Όμως το ίδιο ευδιάκριτα ήρθε απαράλλακτη η απάντησή του: «Θα προτιμούσα όχι».
«Θα προτιμούσες όχι;» επανέλαβα σαν ηχώ, και με μεγάλη ταραχή σηκώθηκα πάνω και διέσχισα το δωμάτιο. «Τι εννοείς; Είσαι μήπως βλαμμένος; Σε χρειάζομαι να με βοηθήσεις να παραβάλω αυτήν εδώ τη σελίδα. Ιδού». Και του την έτεινα στο μέρος του.
«Θα προτιμούσα όχι». Αποκρίθηκε.
Τον κοίταξα καταπρόσωπο. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο, στα γκρίζα μάτια του υπήρχε κάτι το αμυδρά γαλήνιο. Ούτε μια υπόνοια ταραχής δεν έλεγε να τον ρυτιδώσει. Αν τυχόν είχα διακρίνει την παραμικρή δυσφορία, οργή, ανυπομονησία ή αναίδεια στη συμπεριφορά του –με άλλα λόγια αν είχα διαπιστώσει πάνω του κάτι κοινότυπα ανθρώπινο- το δίχως άλλο θα τον είχα απολύσει επί τόπου. Όμως έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα θα ήταν το ίδιο σαν να εκσφενδόνιζα από το παράθυρό μου τη χλωμή, γύψινη προτομή του Κικέρωνα.
Herman Melville, Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς, Μετάφραση: Μένης Κουμανταρέας, Αθήνα: Οδυσσέας 1980, σσ. 24-26.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου