Τα σύννεφα καλύπτουν τα βουνά. Τα βουνά χαμογελούν στην Υγρασία. Η κυρία Υγρασία κατεβαίνει τις πλαγιές, φθάνει τους πρόποδες των βουνών και – ακολουθώντας μια σοφή στρατηγική – πλησιάζει το παράθυρό μου. Κατόπιν μπαίνει εξακολουθώντας να με κοιτά επιτιμητικά θα’λεγα, χωρίς καν μιαν ιδεατή στοργή στα σκοτεινά μάτια της. Αγγίζει την ράχη μερικών βιβλίων, ακουμπά την πλάτη της Σοφίας που κατά τύχην βρίσκεται κει, κι όλα αρχίζουν και τελειώνουν χωρίς τη μεσολάβηση του αγγειοπλάστη που την δεδομένη ήρεμη στιγμή μου ομιλεί απαιτητικά: «Πρέπει να σας δω». Λυπάμαι. Μπορει να μη με δείτε ποτέ πια, μην απογοητεύεστε λοιπόν, κρατώ την άκρη του ηχητικού σας δακτύλου και ανακαλύπτω μ' αυτόν τον θεάρεστο τρόπο την ζωή της πέτρας. Ο ήλιος σιγά σιγά κατεβαίνει. Η Υγρασία κατακτά το δωμάτιό μου. Φοβάμαι αυτή την πράσινη κυρία, γιατί – ποιός ξέρει; – μπορεί ν' απαιτήσει ακόμα κι αυτό το ταλαιπωρημένο μου σώμα που εγκυμονεῖ την θυγατέρα του έξοχου ποιητή Πούσκιν. Παρ' όλ’αυτά, κι επειδή είμαι ψύχραιμη, δεν βρίσκω κανενός είδους σουρεαλισμό στην παρουσία της γλυκύτατης Πειθούς – Υγρασίας. Η Πύλη του παραδείσου τής ανήκει, όλοι κραυγάζουμε: «Ο υπερεαλισμός πέθανε, το υπέρ – φυσικό κρούσμα της νόστιμης γλώσσας σου με απομακρύνει από το θείο, ζήτω οι άθεοι, ζήτω οι φυλακισμένοι της Υγείας!»
[...] Πλησίαζαν οι γιορτές του Πάσχα. Ο κόσμος που με περιστοίχιζε ήταν μοναχικός και θλιμμένος. Περπατώντας στον πλανήτη του καθήκοντος δακτυλογραφούσα κι έπινα, κλεισμένος στον πλανήτη της πιο τραγικής και μίζερης φτώχειας. Θε μου! σ' ένα πάρκο, δύο η ώρα το πρωί, ευχόμουν να δω ακόμη μια φορά, λιγότερο ανάξια για το θάνατο που αντιμετώπιζα από τα μυδραλλιοβόλα της άνοιξης. Κάπου ήλπιζα να ξανακούσω την λεπτή κριτική της τέχνης της ποίησης. Συνένοχε της μουσικής ανάγνωσης! Η ιστορία των εθνών με κούρασε τόσο, που όταν περπατώ στην πρωτεύουσα του κόσμου, αναζητώ τον έρωτα – όχι ενός άντρα πιά – αλλά μιας πόλης. Κατοίκησα μόνιμα στο ξενοδοχείο της φθίσης. Κι όμως δεν ήμουν μακρυά. Κλεισμένος, ένα σπίτι 5 x 3 μού αρκούσε. Περίμενα. Ένα γράμμα του Ηλία, πετώντας, περνούσε τους τοίχους, διέκρινε την μωρία της συναλλαγής: «Αχ, Βεατρίκη!» [...]
Από τα Ποιητικά Πεζα του '70
συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή: Ο ύπνος, 1982.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου