Η νοικοκυρά
Η νοικοκυρά αγοράζει λάδι και έρωτα, πάθη
προκάτ κι ένα παιδί.
Μ’ ένα μολύβι το στολίζει
μ’ ένα σβηστήρι το προσέχει.
Δεν έχει χρόνο να ρωτήσει το γιατί.
Τηγανίζει μια τεράστια ομελέτα και τυλίγεται.
Γυναίκα από βούτυρο
Ο σύντροφός της τη βρίσκει εύπλαστη
Ο οικογενειακός γιατρός τη βρίσκει νόστιμη
Τα παιδιά της τη βρίσκουν γλυκιά
Η γειτονιά τη βρίσκει ευχάριστη
και κείνη σα βούτυρο παγώνει και λιώνει.
Με δικά μου λόγια
Από την αρχή γίνονται αυτά, έλεγες, παίρνουμε το μπουκάλι τού κόβουμε τον λαιμό και ύστερα το φωνάζουμε ποτήρι.
Του ψάθινου καπέλου μου που τόσον ήλιο μάζεψε γιατί να μην του κόψω τον λαιμό, να πιω όλον τον ήλιο και θανάσιμα ύστερα να μιλώ;
Συνέχεια
Τ’ απογεύματα χορεύει το σπίτι μας καθώς όλοι μαζί ζούμε πάνω στα έπιπλα, με τα καλά και τ’ άσχημα που πάντα κουβαλάμε. Καπνίζουμε στην άκρη οι μεγαλύτεροι τα παιδιά σωπαίνουν και θα ’τανε το ποίημα ερωτικό αν τα νύχια μου βρισκότανε βαθιά μέσα στο δέρμα
κρατώντας την κραυγή μου
εκεί.
πουλιά παρέα όταν μεσημεριάτικα μου δώσανε μια
σπρωξιά και βρέθηκα στο επίσημο τραπέζι.
Στην υγειά σου, μου λέει ο πολυέλαιος που,
να σκεφτείς,
πρωτύτερα είχε πέσει πάνω στους καλεσμένους του
και τους σκότωσε όλους.
Μου λέει λοιπόν ο πολυέλαιος:
ό,τι έχεις γράψει ως τώρα να το βάψεις μ’ ένα
από τα χρώματα που σου προτείνω.
Τότε τα κεφάλια των καλεσμένων αρχίσανε ν’ ανάβουν ολοένα.
Μ’ έναν πήδο βρέθηκα κάτω απ’ το τραπέζι
έσκαψα στα γρήγορα ένα ποίημα
Και από κει τώρα σας μιλώ.
Πειρατικός σταθμός, εκδ. Εγνατία-Τραμ, Θεσσαλονίκη 1979.
Αντλήθηκαν απ' το προφίλ της Ειρήνης Καραγιαννίδου στο fb
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου