ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Κάθε χώρα έχει ένα μνημείο
για τον άγνωστο στρατιώτη της.
Η Γαλλία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο,
είχε ένα εκατομμύριο νεκρούς.
Από αυτούς το ένα τρίτο ήταν χωρίς όνομα.
Αλλά όταν τους καλούσαν είχαν όνομα,
διεύθυνση, αριθμό μητρώου.
Κανένας στρατός δεν έχει άγνωστους στρατιώτες.
Αλλά όταν σκοτώνονται,
φαίνεται πως σκοτώνεται και τ’ όνομά τους.
ΑΣΥΛΟ ΣΤΟ ΧΑΡΤΙ
Εμείς οι φυλακισμένοι του χαρτιού,
χάσαμε τόση ζωή, όσο η έκταση των γραπτών μας.
Δεν είχαμε κι άλλη λύση.
Ήρθαμε και δεν μας περίμεναν.
Χτυπήσαμε την πόρτα, αλλά δεν μας άνοιξαν.
Μιλήσαμε και η γλώσσα μας ήταν ξένη.
Καταφύγαμε στο χαρτί, ζητώντας άσυλο,
όμως κι εδώ εξόριστοι είμαστε.
Δεν είχε χώρο για μας, μόνο για τις λέξεις.
ΑΠΟΔΡΑΣΗ
Δεν υπάρχει κελί που να μην τρυπιέται.
Δεν υπάρχει φυλακή που δεν μπορείς να δραπετεύσεις.
Δεν υπάρχει σκλαβιά που να εμποδίζει την ελευθερία σου.
Όλα είναι στο κεφάλι σου.
Σπάσ’ το και πέτα.
Ο ουρανός είναι απέραντος.
Υπάρχει μια γωνιά που σε περιμένει·
βρες την.
ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ
Κάθομαι στο καφενείο στην Αχαρνών
και κοιτάζω το δρόμο που γίνεται θέατρο.
Μπροστά από το τραπέζι,
περνούν οι ομορφιές του κόσμου:
λυγερές από μακρινές χώρες,
το ίδιο απρόσιτες όπως όλες οι όμορφες·
στιβαρά παλικάρια που το βήμα τους
δαμάζει την άσφαλτο·
χαρούμενες παιδικές φωνές,
φτάνουν στα κουρασμένα αυτιά μου.
Αλλά κανείς δεν τους θέλει
και τους βρίσκω συγγενείς μου.
Λαθρομετανάστης ήμουν κι εγώ στη ζωή μου,
χωρίς χαρτιά και άδεια παραμονής.
Και στην πρώτη σκούπα με απέλασες.
Και μου έρχεται να χωθώ
σ’ αυτό το πολύχρωμο πλήθος και να τους πω:
«Πάρτε με μαζί σας, είμαι δικός σας».
ΘΑΝΑΤΟΣ
Ξέρω πως θα είναι ο θάνατος.
Μια βιαστική μετακόμιση ή έξωση.
Ένα ξαφνικό ταξίδι, γιατί η χώρα σου
έπαψε να υπάρχει πια —έτσι για πλάκα.
Και θα έχω αφήσει τόσα πίσω:
ιδέες, αποφάσεις για μια άλλη ζωή,
καλύτερη από αυτήν που κάνω τώρα,
συγκατοικώντας ασφυκτικά με τον Μπαχ.
Οι φίλοι μου θα λείπουν.
Κι ένας ακόμη άγνωστος
θα μείνει με τους αγνώστους.
Μπορεί και να θυμάμαι‧
τα μάτια σου, τα χέρια σου,
την πέτρα που έσκυψες και μάζεψες
δίπλα από τη θάλασσα.
Για αυτό σου λέω,
ξέρω πως θα είναι ο θάνατος:
μια απλή βραδιά.
Όπως οι άλλες.
ΜΕΣΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ
Θέλουμε τη σωτηρία μας και αγαπάμε την καταστροφή μας.
Ψηφίζουμε κόμματα που μας έπεισαν με ψέματα και πιστέψαμε
πως θα βρούμε δουλειά με την ψήφο μας.
Και πάντα περιμένουμε στις ατελείωτες ουρές παντού.
Θυμώνουμε, αγανακτούμε, βρίζουμε.
Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε και τίποτα.
Ξαναγυρίζουμε στα ίδια.
Έχουμε συνηθίσει έτσι.
Την καταστροφή μας την ξέρουμε.
Αυτό μας δίνει σιγουριά.
Το άγνωστο είναι αβέβαιο.
Και αυτό μας τρομάζει.
ΟΙ ΚΡΑΥΓΕΣ
Οι κραυγές είναι το μόνο που μας έχει απομείνει.
Ιδίως τα βράδια, όταν η νύχτα κατεβαίνει χαμηλά
και οι παρουσίες στις απουσίες τους είναι επώδυνες.
Οι πιο δυνατές κραυγές είναι αυτές που δεν έχουν φωνή.
Πάνε μακριά, αλλά δεν φεύγουν.
Η ηχώ τους ξαναγυρίζει πιο έντονα σε μας.
Η ΣΙΓΟΥΡΙΑ ΜΑΣ
Όλα φαινόντουσαν γερά θεμελιωμένα.
Εγγυήσεις ατέλειωτες και προοπτικές χρόνων.
Τα ποντάραμε όλα εδώ: στη σιγουριά.
Ρίσκο δεν πήραμε κανένα.
Είμαστε πάντα νοικοκυραίοι.
Τα βήματά μας προσεχτικά.
Κι όμως τα χάσαμε όλα
βέβαιοι στη σιγουριά μας.
ΧΡΗΜΑΤΟΚΙΒΩΤΙΟ
Αυτός που μπήκε σπίτι σου για να σε κλέψει
—έλειπες ευτυχώς— δεν βρήκε τίποτα να πάρει.
Τρόμαξες όμως.
Τηλεφώνησες στην αστυνομία, δεν ήρθε βέβαια.
Αναστάτωσες τη γειτονιά.
Συμφωνήσατε εύκολα:
«για όλα φταίνε αυτοί οι ξένοι».
Άνοιξες το ψυγείο και το βρήκες άδειο.
Αυτά βρήκαν να πάρουν.
Αλλά η περιουσία, περιουσία.
Δικά σου ήταν.
Και έτσι και συ, κυρ Χαραλάμπη, ένιωσες πλούσιος.
Για να σε κλέβουν, κάτι θα έχεις.
Στις μέρες που ζούμε το ψυγείο είναι χρηματοκιβώτιο.
ΑΦΙΛΟΞΕΝΕΣ ΜΗΤΡΕΣ
Σκορπίσαμε τη σπορά μας σε
αφιλόξενες μήτρες και στείρα χωράφια.
Σπαταληθήκαμε σε αδιέξοδα ιδανικά.
Σκορπίσαμε τη ζωή μας στο ασήμαντο
και το ευτελές.
Αλλά δεν χάσαμε.
Μάθαμε πως για να βρούμε
αυτό που θέλουμε,
πρέπει να χάσουμε πολλές φορές.
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ
Σκέφτομαι τα κορίτσια που αγάπησαν
και πίστεψαν σε λόγια τραγουδιών.
Και δάγκωσαν τα χείλη που είπαν ψέματα.
Τώρα τα βράδια μένουν μέσα.
Είναι άτονες.
Σκουπίζουν, ξεσκονίζουν, σιδερώνουν ακούγοντας ραδιόφωνο.
Αργά το βράδυ κοιτιούνται στον καθρέφτη.
Είναι όμορφες, επιθυμητές και για αυτό ακόμα πιο μόνες.
Και το δάκρυ ατμός, σαπούνι στο μάτι, την εικόνα θολώνει.
ΓΑΜΟΣ
Ο γάμος είναι σαν το στρατό.
Κάποιος πρέπει να είναι λοχίας
και να διατάζει.
Κι αυτός που ακούει περιμένει
τη σειρά του για προαγωγή.
Στον επόμενο γάμο θα γίνει επιλοχίας.
ΑΛΗΘΕΙΑ
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να βρεις την αλήθεια.
Αλλά όχι εκεί που ψάχνεις.
Συσκευασμένη αλήθεια δεν υπάρχει
στις προσφορές του σούπερ μάρκετ της ζωής.
Στα πεταμένα ψάξε, στα σκουπίδια.
Εκεί ίσως βρεις κάτι.
Ό, τι πετιέται δεν είναι σκουπίδι.
Συχνά είναι πρώτη ύλη.
ΑΠΡΑΞΙΑ
Λέω να πάρω ένα βιβλίο και θα πω πως περιμένω
στο σταθμό ένα τρένο που δεν έχει ανταπόκριση.
Μπορεί και στον τερματικό σταθμό του λεωφορείου που
καατργήθηκε.
Ή στο λιμάνι που δεν έχει πια πλοία.
Δεν θα χαθώ στις λεπτομέρειες.
Και θα περιμένω με τη σιγουριά πως δεν περιμένω τίποτα.
Η απραξία καμιά φορά είναι το μεγαλύτερο ταξίδι.
ΦΡΑΣΕΙΣ ΣΟΦΩΝ
Οι σοφοί λένε φράσεις που μένουν.
Και μετά τις λέμε όλοι μας.
Αυτό το είπε ο Χριστός, ο Βούδας, ο Λάο Τσε.
Και όλος ο κόσμος τους πιστεύει.
Κι εμείς λέμε φράσεις:
Σ’ αγαπώ, ψάχνω δουλειά, είμαι άστεγος.
Αλλά δεν είμαστε σοφοί και δεν μας ακούει κανείς.
Περικλής Κοροβέσης, «Παράπλευρες καθημερινές απώλειες | Μικρά κείμενα: Αθήνα- Στοκχόλμη-Ακράτα 1995-2012», Εκδόσεις: Οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2017.
Ανθολογήθηκαν από το βιβλίο «ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΟΡΟΒΕΣΗΣ | ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ» | Επιλογή κείμενων από τον ΛΑΜΠΡΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟ, με Πρόλογο του ΝΙΚΟΥ ΛΕΚΚΑ και εικαστικά των: Αστέρη Κωνσταντίνου και Χρήστου Γραβάνη, Εκδόσεις Εξιτήριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου