Αξιοσέβαστοι
Απόγονοι συντρόφοι!
Καθώς θα σκάβετε
την απολιθωμένη
σημερινή κοπριά,
των ημερών μας μελετώντας τα σκότη,
μπορεί
και να ρωτήσετε
για με καμμιά φορά.
Και τότες ο σοφός σας
ίσως και να πει,
καλύπτοντας με την πολυμάθειά του
πλήθος ερωτηματικά μεγάλα,
για κάποιον, λέει, που ζούσε κάποτε
του βραστού νερού τραγουδιστή,
που τ’ άβραστο νερό εχτρευότανε τα μάλα.
……
Ένας βοθροκαθαριστής
και νερουλάς μαζί ‘ναι η αφεντιά μου,
που εκλήθηκα
κι επιστρατεύτηκα από την επανάσταση.
Από των αφεντάδων τους ανθώνες έφυγα
και στο μέτωπο τράβηξα.
. . .
Σύντροφοι απόγονοι,
ακούστε με καλά,
εμέ τον αγκιτάτορα
τον αρχιφωνακλά.
Εγώ, βουβαίνοντας
της ποίησης τους κελαριστούς κρουνούς,
τα λυρικά τομίδια
θα δρασκελήσω
κι ως ζωντανός προς ζωντανούς
θα σας μιλήσω.
. . .
Ο στίχος μου
τον όγκο των ετών
θα σκίσει
και θα προβάλει
βαρύς,
τραχύς,
μα κι ορατός ακόμη,
ως έφτασε μέχρι τις μέρες μας
το υδραγωγείο πουχαν χτίσει
οι δούλοι κάποτε
στη Ρώμη
Στους τύμβους των βιβλίων, όπου το στίχο
ενταφίασαν,
όταν τυχαία θα βρίσκετε γραμμών ελάσματα,
να,
τα ψαύετε με σέβας, σαν
παλιά μα τρομερά
άρματα,
Συνήθεια εγώ δεν τόχω
τ’ αυτί να κανακεύω
με λόγια κ’ ήχους,
με σαχλογαργαλίσματα
δε θα το κοκκινίσω
τ’ αυτάκι το παρθενικό
κάτω από τους βοστρύχους.
Εγώ, όλες τις σελίδες μου για επιθεώρηση
θα παρατάξω
και μπρος στ’ αλφαδιασμένο μέτωπό τους
θα περάσω.
Οι στίχοι μου στέκουν βαρείς
σαν το μολύβι καμωμένοι,
για θάνατο έτοιμοι και για
την αθάνατη δόξα των ετών.
…..
Μεις με τη δόξα θα λογαριαστούμε αλλιώς, –
δικιά μας δα κι αυτή έχει λάχει-
ας γίνει για όλους μας ένα μνημείο κοινό
ο σοσιαλισμός
που εδραιώσαμε στη μάχη.
Απόγονοι,
ελέγξετε καλά τα λεξικά σας:
μες απ’ τη Λήθη
θ’ αναδυθούν
φάσματα λέξεις σαν αυτές:
“πορνεία”
“φυματίωση
“αποκλεισμός” όχι άλλες.
Για σας
τους σβέλτους
και γερούς για δες
ο ποιητής
έγλειψε με τη γλώσσα των πλακάτ
τις φθισικές ροχάλες.
Όσο μακραίνει
των χρόνων η ουρά
τόσο θα μοιάζω
με τ’ απολιθωμένα εκείνα τέρατα.
Άντε λοιπόν συντρόφι,
να τη διαβούμε πιο γοργά
όση ζωή μας μένει
με πεντάχρονα.
Τα γραφτά μου
κέρδος δε μούφεραν
ούτε ένα ρούβλι για μισό.
Ούτε, βεβαίως, από μαόνι
έπιπλα λεία.
Κι εξόν από φρεσκοπλυμένο
ένα πουκάμισο,
λόγο τιμής
δεν έχω τίποτ΄ άλλο χρεία..
Όταν θα παρουσιαστώ
στου φωτεινού σας
μέλλοντος
την Κ.Ε.
θάρθω πάνω απ τη συμμορία της ποίησης
των πλεονεχτών και σαλταδόρων
σείων
σα μπολσεβίκικη ταυτότητα
κομματική,
τους εκατό τόμους μαζί
όλων μου των
κομματικών βιβλίων.
(Απόσπασμα Μαγιακόβσκη. Ποιήματα)
Απόδοση Γιάννη Ρίτσου 1930.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου