Η ΓΙΔΑ
Μίλησα σε μια γίδα.
Ήταν μόνη στο λιβάδι, ήταν δεμένη.
Χορτάτη χορτάρι, μουσκεμένη
απ’ τη βροχή, βέλαζε.

Το βέλασμά της ήταν αδελφικό
στον πόνο μου. Κι εγώ απάντησα, πρώτα
κοροϊδευτικά κι έπειτα γιατί ο πόνος είναι αιώνιος,
έχει την ίδια φωνή και δεν διαφέρει.

Αυτή τη φωνή άκουγα
να στενάζει σε μια γίδα μοναχική.

Στη γίδα με τη σημιτική μορφή
άκουγα το παράπονο κάθε κακού,
κάθε ζωής.


ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ
Συχνά, για να γυρίσω σπίτι μου,
παίρνω ένα σκοτεινό δρόμο της παλιάς πόλης.
Κίτρινο, σε κάποια λακκούβα με νερό, καθρεφτίζεται
ένα φανάρι και ο δρόμος είναι κατάμεστος.

Εδώ, ανάμεσα στον κόσμο που πάει κι έρχεται
απ’ την ταβέρνα στο σπίτι ή στο μπουρδέλο,
όπου εμπορεύματα κι άνθρωποι είναι τα υπολείμματα
ενός μεγάλου θαλασσινού λιμανιού,
ξαναβρίσκω, διαβαίνοντας, το άπειρο
στην ταπεινότητα μέσα.
Εδώ, πόρνη και ναύτης, ο γέρος
που βλαστημάει, η γυναίκα που τσακώνεται,
ο δραγώνος που κάθεται στην πιτσερία,
η αναστατωμένη κοπέλα ξετρελλαμένη
απ’ τον έρωτα,
είναι όλοι τους πλάσματα της ζωής
και του πόνου∙
σαλεύει μέσα τους, όπως σε μένα, ο Κύριος.

Εδώ, με συντροφιά τους ταπεινούς, νοιώθω
να γίνεται η σκέψη μου
τόσο αγνότερη, όσο πιο άθλιος είναι ο δρόμος.


ΠΡΟΣΦΙΛΗΣ ΤΟΠΟΣ
Όλο το απόγευμα τριγυρίζαμε
ζητώντας ένα τόπο να ενώσουμε
τις ζωές μας.

Θορυβώδης η ζωή, ηλικιωμένη, εχθρική,
απειλούσε τη νιότη μας.

Καθώς όμως φθάσαμε εδώ,
όπου τραγουδούν ακόμη οι γρύλοι,
πόση σιωπή κάτω απ’ το φεγγάρι αυτό.

Μετάφραση: Σωτήρης Παστάκας

ΠΗΓΗ: Πλανόδιον, τεύχος 7, καλοκαίρι 1988

Αναδημοσίευση από: Εξιτήριον

ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ

Συχνά για να γυρίσω σπίτι μου,
παίρνω, ένα σκοτεινό δρόμο της παλιάς πόλης.
Κίτρινο, σε κάποια λακκούβα με νερό, καθρεφτίζεται
ένα φανάρι και ο δρόμος είναι κατάμεστος.
Εδώ, ανάμεσα στον κόσμο πού πάει κι έρχεται
απ’ την ταβέρνα στο σπίτι ή στο μπουρδέλο,
όπου εμπορεύματα κι άνθρωποι είναι τα υπολείμματα
ενός μεγάλου θαλασσινού λιμανιού,
ξαναβρίσκω, διαβαίνοντας το άπειρο
στην ταπεινότητα μέσα.
Εδώ πόρνη και ναύτης, ο γέρος
που βλαστημάει η γυναίκα που τσακώνεται,
ο δραγώνος που κάθεται στην πιτσερία
η αναστατωμένη κοπέλα ξετρελαμένη
απ’ τον έρωτα,
είναι όλοι τους πλάσματα της ζωής
και του πόνου
σαλεύει μέσα τους , όπως σε μένα, ο Κύριος.
Εδώ με συντροφιά τους ταπεινούς, νιώθω
να γίνεται η σκέψη μου
τόσο αγνότερη, όσο πιο άθλιος είναι ο δρόμος.
ΑΓΑΠΗΣΑ
Αγάπησα λέξεις φτηνές, που δεν τολμούσε
κανένας. Η ρίμα fiore/ amore
με γοήτευσε
- η πιο παλιά και δύσκολη του κόσμου-
Αγάπήσα την αλήθεια, που μένει στο βυθό
σαν ξεχασμένο όνειρο και φίλη
την ανακαλύπτει ο πόνος. Φοβισμένη η καρδιά
την πλησιάζει χωρίς να την εγκαταλείπει πια.
Αγαπώ εσένα που μ’ ακούς, και το καλό μου φύλλο
το φυλαγμένο για το τέλος της πατρίδας,
ΣτΜ:(fiore/ amore : άνθος/ αγάπη)
ΟΥΡΑΝΟΣ
Η ευγενική, η υπέροχη Λίνα
ανοίγει διάπλατα το παράθυρο ώστε να βλέπω
τον απέραντο ουρανό.
Ήσυχος εδώ σε ανάπαυση, όταν σκέφτομαι
πως μάταια έδωσα, πως το τέλος πλησιάζει,
ακόμα πιο πολύ μ’ αρέσει αυτός ο ουρανός,
αυτά τα χελιδόνια, αυτά τα σύννεφα.
Άλλο δεν ζητώ.
Να καπνίζω
την πίπα μου σιωπηλά σαν ένας γέρος
θαλασσόλυκος.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ
Κοιτάζω γυναίκα το σκύλο σου που τον αγαπάς
και σ’ αγαπάει. Κι εγώ, αν σκεφτώ τη ζωή μου…
Διάφορα εποίησα, καλά ή άσχημα
δεν ξέρω-ένας Θεός το ξέρει, ίσως κανένας.
Ποτέ δεν ανήκα σε κάτι ή σε κάποιον.
Υπήρξα πάντα («δικό σου σφάλμα» μου απαντάς),
υπήρξα πάντα ένας φτωχός αδέσποτος σκύλος.