Στίφη υποψίες κατηφορίζουν την Πατησίων, διακλαδίζονται σε στενά, τρυπώνουν σε αθώες πολυκατοικίες. Κοινόχρηστες. Ένας ακατανόητος ήλιος. Τι δουλειά έχει εδώ, μήνα Νοέμβρη, πες μου. Στέκεσαι και δεν απορείς. Γνωρίζεις. Οι κινήσεις σου μαρτυρούν τη σιγουριά του θαυματοποιού: αφαιρείς το καπέλο - μήτε λαγοί, μήτε περιστέρια. Μόνο ένα ωραίο κεφάλι, μαρμάρινο. Προτομή καλοκαιριού. Λίγο μετά την καρδιά, το σώμα διαλύεται σε μια γεωμετρική πέτρα.
Χάνω τις λέξεις μου, δεν ξέρω πια πώς λένε τη νύχτα που είναι ολωσδιόλου νύχτα. Κι εσύ δεν έχεις τη φαρέτρα με τις πρόκες. Είμαστε και οι δύο άοπλοι. Ώσπου, κάποιο φως ξεκινάει κι έρχεται. Στο μεταξύ, ένα ασθενοφόρο περνάει στριγκλίζοντας μπροστά στα μάτια μας που αρχίζουν να δακρύζουν: προδοσία. Πάνε χρόνια που κυνηγάμε αυτή τη λέξη με τη γομολάστιχα.
Έβλεπα τότε αμμουδιές και μεσημέρια σε κάποιο όνειρο, τρέχοντας Μαυροματταίων, με την ψυχή στο στόμα, κι εμείς οι δυο να 'χουμε χαθεί από ώρα: κάπου θα μάζευες τα θραύσματά σου λαχανιάζοντας. Ο Αργύρης ήταν μέσα κι η πύλη έπεσε. Τα νέα μ' είχαν πάρει στο κατόπι που έτρεχα μόνος Γκύζη, Αλεξάνδρας, πλάνταξα. "Σκοτώνουν κάτω" λέγαν κάτι γρίλιες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου