Έργα και λόγια, στοχασμοί, —στέκομαι και κοιτάζω—λούλουδα μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,κι άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι.Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.—5Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,και σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σα πληθύνουν,ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι·10κι αλιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν·αθάνατή ’σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις;»Στην πλώρη, που σκιρτά, γειρτός, τούτά ’π’ ο ξένος ναύτης.Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,και με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους15ο σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι.Το μίσος όμως έβγαλε και κείνο τη φωνή του:«Ψαρού, τ’ αγκίστρι π’ άφησες, αλλού να ρίξεις άμε.» ~ Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν πληθύνουν τ’ άστρα,20ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.Γέρος μακριά, π’ απίθωσε στ’ αγκίστρι τη ζωή του,το πέταξε, τ’ αστόχησε, και περιτριγυρνώντας:«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!Πέλαγο μέγ’, αλίμονον! βαρεί το καλυβάκι·25σε λίγην ώρα ξέσκεπα τα λίγα στήθη μένουν·αθάνατή ’σαι, που, βροντή, ποτέ δεν ησυχάζεις;Πανερημιά της γνώρας μου, θέλω μ’ εμέ να κλάψεις.» |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου