Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Οδυσσέας Ελύτης - Η καλωσύνη στις λυκοποριές

Ι
Ποίηση άγουρο νεράντζι μου
Κάτω από τους καταράχτες του ήλιου
Ιριδίζοντας
Ένα μεσημέρι σ’ άφησα
       Η καρδιά μου ακόμα γαλανή
Απ’ το τρέξιμο στην άμμο και τον έρωτα
Έτρεμε
Αλλά τα πουλιά στο ρέμμα τ’ ουρανού
Έβλεπαν κιόλας ν’ ανεβαίνει ένα ακέφαλο άλογο
Χύνοντας απ’ τον αδειανό λαιμό του μαύρα φύκια

Κούροι από τον Προφητηλία ψηλά
Δαιμονισμένα χτυπούσαν τις καμπάνες
Κι’ η μνήμη σαν πουνέντες έμπαζε
Βουητό και θάλασσα
Στη μεγάλη ασβεστωμένη κάμαρα
Με τα δυό καρυοφύλλια.
Με τα κίτρινα λουλούδια
Το ψωμί ανοιχτό σαν ευαγγέλιο
Η φωνή, τα μαλλιά της Ελένης.

Τ’ άφησα
       στεκόμουν ορθός
              είχε σημάνει η ώρα
Ν’ αναβρύσει από το πλευρό του ανθρώπου το αίμα
Τρείς φορές αυτός να τ’ αρνηθεί
Και τρείς φορές εκείνο ν’ αληθέψει
Τρείς φορές να το δω και να πω
                     τρείς φορές
Τινάζοντας ψηλά
Σαν απ’ τον άδη της φωνής ενός απελπισμένου:

Έχτρα στα μάτια κύτταξέ με
Βγαίνω με τα δικά μου τ’ άρματα
Η Καλωσύνη εδώ πού βρέθηκε μεσ’
       στις λυκοποριές
Πρέπει νάχει μπαρούτι στο σελλάχι
       της
Και να δαγκάνει κάμες.
ΙΙ
Τώρα κρατήσου απ’ τα σκοινιά της θύελλας
Πές μου ποιος είμαι να σου πω ποιος είσαι

Είσαι καλός, είσαι άνθρωπος, έχεις μεγαλώσει
Με πετεινούς, χρυσόμυιγες, γοβιούς, γεράνια
Σε μιάν αυλή μικρή πού την κουνούσε η θάλασσα
Πέρα-δώθε
Θυμάσαι
Μιάν αυλή που μεγάλωνε, χωρούσε λόφους, κάμπους
Ποτάμια, κερασιές, καμπαναριά,
Βρακουλάδες που έρριχναν φωτιά του Τούρκου
Τον καιρό που η μητέρα μου ήταν
Σαν μια Παναγιά μικρή
Θυμάσαι

Η απλή ζωή πιο πλούσια
Κι’ από δάγκαμα σύκου πλάϊ σε φίλο, πιο σεμνή
Κι’ από λόγο πουλιού σε δέντρων εκκλησίασμα
Νύχτα-μέρα κρατούσε τον κανόνα
Θυμάσαι
Μέρα-νύχτα πιο γλυκειά η φωνή σου
Σαν αχτίδα μεσ’ στα νέα λεμόνια έλαμπε
Κι’ η καρδιά σου η αθώα
Μέσα στου γλαυκού βυθού τον ουρανό
Σαν άστρο

Είσαι καλός, έχεις πηδήξει πάνω από φωτιές
Έχεις χαϊδέψει
Στο χνούδι του νερού νησιά παιδόπουλα
Νέος στα χώματά τους έχεις δεί
Μια κόρη από αλαφρόπετρα και αυγή
Να χαράζει σε φλούδα δεσπολιάς το πρώτο γράμμα σου.

Χτύπα γι’ αυτά τα τίμια και τ’ αγαθά
Η ζωή γι’ αυτά δε θα χαθεί ποτέ της
Χτύπα από τα μάτια σου ν’ αντιλαμπίσει
Το μαρμαρένιο σπίτι
Πούχει ψηλά στη στέγη
Του κατακλυσμού το πρώτο περιστέρι
Γύρω-γύρω περβόλια με νερά
Της Υπομονής το χάλκινο άγαλμα στη είσοδο
Και βαθειά στο κελλάρι
Τη σοδειά της φυλής
Θησαυρισμένη όπως το λάδι
Σ’ ένα πιθάρι πατρογονικό, γαλήνιο.
ΙΙΙ
Η ώρα τρείς της πίκρας
Μέσα στη μαύρη πολιτεία
Δούλοι παζαρεύουν τη βροχή, τα δέντρα
Τον ήλιο παραλυτικό μέσα στο καροτσάκι

Στους στενούς βρώμικους δρόμους
Πυροβολούν με το μυαλό τους οι άνθρωποι

Ματώνοντας τα σύρματα
Κρυφά απ’ τα τσομπανόσκυλα του φεγγαριού
Τά πόδια σου γλυστρούν
Στα βούρλα
Μέσ’ στις καλαμιές και τα φαρμακερά νερά
Εκεί που μάχεται ο φονηάς το χτύπο της καρδιάς του
Κι’ η σκέψη παγωμένη στέκεται στον αέρα

Η ώρα τρείς της πίκρας
Όταν τα δέντρα μοιάζουν στών αρρώστων
Τη στερνή χαροπαλαιματιά
Κι’ ένας άγγελος μόνος του ονειρεύεται
Σαν γκιώνης
Μεσ’ στον έρημο κάμπο
Η ζωή άχ να μη στενάζει πιά

Η ώρα τρείς της πίκρας
-Άχ η ζωή να μη στενάξει πιά-
Τα χέρια σου
Τα βασανισμένα χέρια σου
Πού δίνουν ξάφνου μια της σκοτεινιάς
Έξω από την καρδιά του ανθρώπου
Να χλιμιντρήσει κορωμένος ο άνεμος
Ν’ αστράψει ο πόθος Λουμπαρδιάρης

Να ροβολήσει απ’ τα ψηλά βουνά
Ψάλλοντας την αγάπη
Ένα έθνος οξιές
Με την υγεία της καταιγίδας στις σημαίες του.

IV
Ακούγεται από την περπατηξιά σου η δόξα
Όπως ακούγεται απ’ το βρόντημα του μπρούντζου ο ήλιος
Μελαψό παλληκάρι
Πού ακουμπάς επάνω στην Ελλάδα
Με το κουράγιο που ακουμπάει στη μπόρα το έλατο
Και σού πάν οι αιώνες όπως της πάει της αντρειάς
Το λουλούδι στα δόντια και το μπάμ
Της πιστολιάς

Πέρασαν μεσ’ στη μνήμη σου μήνες ανέμων
Η φωνή σου σκοτείνιασε σαν δρυμός ΄
Είδες κάτω απ’ τα πόδια σου να ξεκοιλιάζονται άλογα
Δάση να τρών φωτιές ανθρώπους άνθρωπο

Είδες μια πέτρα τρυπημένη από κραυγή θανάτου
Να σηκώνει τη σκιά της τέρας
Μια γυναίκα με ράμφος και φτερά
Να σπαράζει δείχνοντας ψηλά
Το φεγγάρι στο στόμα της φοβέρας

Τίποτα σύ! Μεσ’ στην καρδιά του χρόνου
Ζώνεται γύρω σου το διάστημα
Μέσα στη χώρα τώρα που ονειρεύομαι
Λες, η ματιά του αρνιού σκοτώνει τα τσακάλια.
Μέσα στη χώρα τώρα που ονειρεύεσαι
Μελαψό παλληκάρι
Λέω: Η ελπίδα τόφτασε το μπόϊ της κορασιάς
Είν’ έτοιμη η καρδιά του αντρός να μαχαιρώσει ατσάλι

Κύττα: σελλώνει ο άνεμος τα όνειρα
Σπίθες πετούν τα πέταλα στο πυρρό νέφος
Η μέρα όπου και νάναι με λουλούδια μηλιάς
Θα βγεί να σεργιανίσει πάλι στο αρχιπέλαγος!

V

Σφίξε στα χέρια σου μια νίκη πού δεν ήρθε ακόμα
Στα δόντια σου το ύστερο φάντασμα της φωτιάς
Με τα κλαριά που ένα κοράλλι ξέχασε
Ν’ ανάβουνε από τη γητειά του παραδείσου

Σκέψου το αυγό που οι μέρες σου οι αυριανές κλωσσάνε
Το άστρο που η νύχτα εξόρισε από το στήθος σου
Για να το πεθάνει

Σφίξε στα σπάργανα του Γεναριού όπου κρύβεται το μίσος
Και το δικό σου αδικοσκοτωμένο πόθο
Τη μιλιά που δε βρήκε το γενναίο της στόμα
Το χτικιό της αγάπης σου
       Γιατί δεν ήρθε ακόμα

Η ώρα να μπει στο κάθε πράγμα ο χτύπος της καρδιάς
Να συνεπάρει τα σπαρτά μια τραμουντάνα υγείας
Να πιεί ο χυμός της θύμησης το θελτικό του μέλλον
Ν’ ανθοβολήσουν κερασιές μεσ’ στα σγουρά μαλλιά
Να καταργήσει ο λόγος το χρυσάφι.

VI
Χτύπα την πόρτα στην καρδιά της τυχερής σου μέρας
Φώναξε δυνατά τον ήλιο
Άντρα, θυμήσου τη γενιά σου
Πάρε το ύφος του βουνού
Πού καμαρώνει μέσα στις κοιλάδες
Την κόψη του κυπαρισσιού
Όταν ορίζει ένα κατακόκκινο άστρο
Αντάρτη

Επαναστάτη
Σε νύχτες που έσυρε ο νοτιάς μέσ’ στη σκουριά του πένθους
Σε νύχτες πού το φως αλλαξοπίστησε
Άντρα, θυμήσου τη γενιά σου
Εθελοντή
Δούλεψε τη φωτιά
Ρίξε μια τουφεκιά
Στη λόχμη των πουλιών του ανάξιου παραδείσου.

Θησαυριστές του βούρκου
Του ήλιου μεροκαματιάρηδες
Πού μεσ’ στα χέρια σας η τύχη κουρελιάστηκαν

Έννοια σας, δε θα πάν χαμένες οι αστραψιές
Του πάθους πού αχτιδώνει τα μελλούμενα

Κιόλας πλανιέται στον αγέρα της φωνής η σάλπιγγα
Καιρός ν’ ανοίξουν τ’ ουρανού οι γαμήλιες ευωδίες
Να μπει του τραγουδιού ο λαλές στα περβολίσια νειάτα
Του κάθε αγώνα η τρικυμία να σπαρθεί στη θάλασσα
Φτέρες να στείλουν μήνυμα στα πρωϊνά πουλιά:

Καιρός, καιρός να ξημερώσει πιά
Η Ανατολή περήφανη σ’ αδερφική αγκαλιά!

VII
Τριώνι της θαλασσινής νυχτιάς ‘  Αλετροπόδι
Πού σαγηνεύεις με χρυσούς σταυρούς
Τα πεισματάρικα παιδιά της χίμαιρας ΄
Και συ εκστατικό μου Ελίκι
Στην ασημένια ζώνη της ματιάς μου
Απόψε
Αγρυπνήστε
Κι’ όταν φυσήξει απ’ τα βουνά της ερημιάς η γιάμπολη
Σταλάζοντας πικρά στην υπνωμένη γης
Ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου

Ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου
Σε βάτους που έφτυσαν φωτιά και τώρα κρυώνουν
Σε δέντρα πού ματώσαν, σ’ ερημοκκλησιές που ράϊσαν
Σε μοναξιάς απέραντες μαρμαρωμένου ανέμου
Σε φέγγη που ανατρίχιασαν ένα αθώο κορμί
Σ’ αγκάθια που φαρμακώσαν ένα φεγγάρι
Ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου
Στις σπαραγμένες σάρκες του γκρεμού
Στα ρίγη που κρυστάλλωσαν τις αγωνίες του λόγγου
Για μια στερνή φορά
Φωνάζω
Ακουρμαστείτε τη φωνή του λύκου

Άστρα, ο χρησμός σας δεν θα πάει χαμένος

Παιδιά, ο χαμός ο χαλασμός η πείνα
Κι’ η ανάγκη τρεμοσβυούν στο ψυχορράγημα
Ορθώστε τ’ αρματωμένα χέρια
Ξετελέψετε
Θάλασσα, χίμαιρα, έκσταση
Ετοιμάσετε τη χώρα σας
Του χάρου τη φωνή δεν θα την ανεχτούμε.

Η μέρα είναι κοντά πού θα ψοφήσει ο λύκος
Πού η απονιά θα φάει τις σάρκες της
Πού θα βουτήξει σε μια δόξα μύρου το βουνό
Και πού η ψυχή θ’ ανάψει από τις μυστικές φλογίτσες σας
Όπως και πρίν Τριώνι, Αλετροπόδι, Ελίκι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Edouard Vuillard - Τhe Window