Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

Πέτρος Ζητουνιάτης, Ένας ξεχασμένος ποιητής

 Επιμέλεια: Δημήτρης Τρωαδίτης

Ο Πέτρος Ζητουνιάτης γεννήθηκε στη Λειβαδιά το 1875, όπου υπάρχει οδός με το όνομά του. Εκεί άρχισε τις σπουδές του που συνέχισε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από όπου και αποφοίτησε. Στη συνέχεια ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου έζησε για επτά χρόνια. Εκεί συνεργάστηκε με γαλλικές εφημερίδες και ήρθε σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους μέσω του Ζαν Μωρεάς (Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο), με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά. Ο Μωρεάς μάλιστα μετέφρασε στα γαλλικά στίχους του Ζητουνιάτη. Στο Παρίσι συνδέθηκε επίσης και με τον Γιάννη Ψυχάρη.

Επίσης, στα τέλη της δεκαετίας του 1890 συνεργάστηκε και με την αναρχική εφημερίδα του Πύργου Ηλείας “Νέον Φως”, δημοσιεύοντας σύγγραμμα με τίτλο «Nεοελληνική Φιλολογία» στο 1ο και 2ο τεύχος της εφημερίδας (1898). Δεν γνωρίζουμε αν συνεχίστηκε η συνεργσία αυτή. Ωστόσο, ο Πέτρος Ζητουνιάτης δεν φαίνεται να ήταν μέλος του Αναρχικού Ομίλου Πύργου που εξέδιδε την εν λόγω εφημερίδα.

Την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποίησε με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων “Γραμμές” το 1895. Ακολούθησε η ποιητική συλλογή “Αστέρια” (1900).
Το 1903 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου πέθανε το 1910 σε ηλικία μόλις 35 χρόνων. Εξαιτίας της μικρής διάρκειας της ζωής του δεν παρουσίασε μεγάλο λογοτεχνικό έργο. Μετά το θάνατό του πραγματοποιήθηκε συγκεντρωτική έκδοση στίχων του με τίτλο “Λύκηθος”. Ανέκδοτο έμεινε το έργο του “Εντυπώσεις και αναμνήσεις”.

Η θυσία

Ιώβ δεν είμαι μα η ψυχή μου
την πίστη της ‘ς τη διάβα της δεν χάνει
οι πόνοι ‘ς την αγνή ζωή μου
του Σατανά θαρρώ πως είναι πλάνη.

‘Σ τον κόσμο της αλήθειας τριγυρίζει
εικόνα χαρωπή ‘που την μαγεύει,
‘ς τα μάτια κλεί το φως και το σκορπίζει
‘ς τους τάφους ‘που τα σώματα παιδεύει.

Φύγε, ψυχή, θερμή από τη Δίκη
δεν έχεις πια τα περασμένα κάλλη,
κι’ αν θέλης συ να γίνης Ευρυδίκη,
Ορφεύς κ’ εγώ θα ξαναγίνω πάλι.

Με τη φτωχή γλυκιά μου λύρα
θα κατεβώ ‘ς τον τάφο να σε πάρω,
να γίνω ‘γω θεός και Μοίρα
για Σε, ψυχή, ‘που θες το Χάρο.

Αθήναις. Ιούλιος του 1895.

Άγνωστο μύρο

Ξυπνώ κι ο νους γοργόφτερος τα περασμένα σμίγει
-αχ μες τον ύπνο τον βαθύ τ’ ονείρατο το πλάνο-
στην αγκαλιά της μ’ έφερε τους πόνους να θερμάνω
που στην ψυχή μου, βιαστικά, παλιά ζωή ξανοίγει.

Ξυπνώ κι ακόμα λαχταρώ και σιγακούω σιμά της
την αρμονία, που σκορπά κάθε λευκό της χέρι
τους χτύπους που στα βάθια μου, αφίνει η ματιά της
φλογόβολη κι απ’ τούρανού το πιο τρανό αστέρι.

Ξυπνώ, κι η πρώτη σκέψις μου τρέχει γοργά σ’ εκείνη
λες κ’ έμεινε στα χέρια της του κόσμου ο μαγνήτης
και δεν μ’ αφίνει να χαρώ τον έρωτα τριγύρω.

Ψυχή νικήτρα της ζωής, τους πόνους σου δε σβύνει
η μελιστάλαχτη ματιά, στο φλογερό φιλί της
θάβρης ουράνιες ευδιές, αγνώστου ρόδου μύρο.

*Δημοσιεύτηκε στη “Φιλολογική Ηχώ”, Νο 16, 1896.

Αύρα

Σήμερα πάλι ο λογισμός του νου σου θ’ αντικρύση
της τέχνης τα ροδόλευκα κι αστραφτερά παλάτια,
κι από χαρά, Παρθενική χαρά, ψυχή και μάτια
θα τα φιλήση ο Ήλιος σου, προτού η μέρα σβύσει.

Ξύπνα, της τέχνης λάτρισσα, Νεράιδα ξανθομάλλα,
στο δαφνοστόλιστο βωμό λευκοντυμένη η Μούσα
σε περιμένει κι όνειρα θα πλέξετε μεγάλα
όνειρα γοργοφτέρωτα, με τη γλυκοματούσα.

Της αρμονίας η φωτιά και του ρυθμού η λαύρα
που μυστικά στολίζουνε τη άστατη καρδιά σου,
αγνό γλυκό χαμόγελο στα χειλη σου θ’ αφήσουν.

Κι όταν στου πρωινού βορριά τη δροσοφόρα Αύρα
οι δυό ψυχές σας σμίξουνε κι άλλους αχούς τονίσουν,
η νιότη μου, σαν όνειρο, θ’ αργοδιαβή σιμά σου.

*Δημοσιεύτηκε στη “Φιλολογική Ηχώ”, Νο23, 1896.


Τα περιστέρια

Στην κ. Λιόλια Μ. Βαλλιάνου

Είταν κρυμμένα στη φωλιά πώπλασαν μύρια χρόνια
μες τη ζωή μας, άγνωρα, λευκά δυό περιστέρια
κ’ είταν τα πάναγνα πουλιά ξένα στα καταφρόνια
της γης, σαν έσμιξαν εδώ, χαρούμενα τα χέρια.

Κι από την πρώτη γνωριμιά στο δρόμο τους αιώνια
η Αρμονία πρόβαλε μυρόχρωμα στ’ αστέρια,
και λάμπει τώρα ασάλευτη στους Ήλιους και στα χιόνια
μες τα πελάγη του παντός, μέσα στης γης τ’ ασκέρια.

Και λάμπει μπρος στ’ ολόφωτο, σαν όνειρο, ζευγάρι,
π’ αφήνει πλάι του και ζη κάθε του νου καμάρι
κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού, που ρόδα το στολίζουν.

Κι όταν, στο ξάνοιγμα τ’ αυγερινού, τα ρόδα αρχίζουν
να βαλσαμώνουν τις ψυχές, γοργά τα περιστέρια
την Αρμονία κλείνουνε, σε μια ψυχή ακέρια.

*Δημοσιεύτηκε στη “Φιλολογική Ηχώ”, Νο 30, 1896.

Ἡ Μοῖρα

Μὲς τὸν αἰώνιο νόμο ἁπλώνει
τ’ ἅρπαγο χέρι της ἡ μοῖρα
ἡ μοῖρα, ποῦ χαλάει, νεκρώνει
στεφάνια, δόρατα καὶ λύρα.

Καὶ μὲς τ’ ἀνήσυχο λαγκάδι
ποῦ σὰν πνοὴ ἀργοκυλιέται,
σὰ φάντασμα ξερνάει τὸν ἅδη
καὶ καταπίνει ὅ,τι γεννιέται.

Μὰ ἡ φήμη ἡ διαλαλῆτρα ἁρπάχνει
στῆς ἱστορίας τ’ ἁγιο νύχι
ἀπ’ τῆς ζωῆς τὴν κρύα πάχνη
ὅ,τι ὄμορφο μπροστά της τύχει.

Οἱ Γάμοι τῆς Μελίβοιας

Κάθουνται τριγύρω στὸ τραπέζι τοῦ γάμου
μὲ τὴ χαρὰ ζωγραφισμένη στὴ μορφή τους
δὲν τοὺς στολίζει τίποτε ἀπ’ τὰ ὄνειρά μου
σ’ ἄλλους ὁρίζοντες δὲν ἔζησε ἡ ψυχή τους,
εἶνε κι’ οἱ δυό τους μὲς τὰ πάθη βυθισμένοι
καὶ μ’ ἕνα χαμογέλοιο πάντα ἐμὲ κυτάζουν
τοὺς βλέπω καὶ μοῦ φαίνονται σὰν κολασμένοι
κι’ ἀπ’ τὰ σωτικά μου τὴν γαλήνη ἁρπάζουν.

*Από την ποιητική συλλογή “Αστέρια”(Ατέλειωτες Μελωδίες) , Paris, Collection Encyclopédique Revue Internationale Bio−Bibliographique , 1898.

Το παναρμόνιον παράπονο

Στον Αργύρη Εφταλιώτη

Στις πιο πονόψυχες στιγμές π’ ο νους βαριά πλαγιάζει
στης θλίψης το χαμόγελο, τα περασμένα παίρνει,
η χωματένια μου καρδιά αίμα πικρό σταλάζει
απ’ τον καημό τον άσβεστο, που τη ζωή τη δέρνει.

Κι ο στεναγμός της, πού φωνή σαν Αρμονία, βγάζει,
σε κάθε μοσχολούλουδο φωτιά και μπόρα φέρνει,
μ’ αντίς τον Θάνατον, Ζωή, σαν Ήλιου αχτίδα βάζει
στη γλυκοχρώμα όψη του που η δροσιά ξεσέρνει.

Και φεύγει η νιότη μου νεκρή χωρίς ελπίδα μία
στη μυστική της ύπαρξη αγάπη να σταλάξη
και σβύση την ατέλειωτη του νου μου τρικυμία.

Ζήσε και Συ, σκληρή καρδιά, μα θάρθη πλάνα ώρα
τα κάλλη σου τ΄ ατίμητα ο τάφος να βυζάξη
για να σε κλάψω και νεκρή όπως σε κλαίω τώρα.

*Δημοσιεύθηκε στο Ημερολόγιον Σκόκου, Τομ. 13, 1898

Από την λήκυθον

Αγάπη, πώς μ’ εκούρασες και πώς ποθώ ακόμα
να με λικνίσεις ‘ς τα φτερά σου επάνω,
απ’ της ζωούλας σου να πιώ το μυροβόλο στόμα
φαρμακερό χυμό για να πεθάνω.

Γνωρίζω πόσον ύπουλος είναι για μένα ο χρόνος
κι’ ο άνεμος που γλυκοπνέει τώρα,
και την γαλήνη που μεθά θα συνεπάρη ο πόνος,
ο στεναγμός, η τρικυμία και η μπόρα.

Μα τι με νοιάζει η απαίσια η γνώσις των πραγμάτων
που με γοητεύει με καιρούς και χρόνια;
Μ’ αρκεί που ζω σαν όνειρο σε κόσμους οραμάτων
και τραγουδώ με κύκνους και μ’ αηδόνια.

Πουλάκι γλυκοκέλαδο, που φτερουγίζεις πλάνο
ανάμεσα ‘ς τα ερείπια με το υγρό τους χνούδι
και κάποτε συντροφιαστό ‘ς τα κυπαρίσσια επάνω
τονίζεις τόσο ρυθμικά το ερωτικό τραγούδι.

Όταν η χειμωνιάτικη πνοή σιμά σου φτάσει
κι’ οι κάμποι κείτονται βουβοί κάτω απ’ το κρύο χιόνι,
σε ποιά φωλίτσα απάνεμη θα σβύση θα πεθάνη
αυτό το θείο τραγούδι σου που τώρα με σκλαβώνει;

Σαν ένα θείον όνειρον ο νους μου τριγυρίζει
στην κλίνη σου που ανόνειρη κοιμάσαι, αγαπημένη,
ο ύπνος σου είνε ατάραχος γιατί σε νανουρίζει
το μυστικό παράπονο που απ’ την ψυχή μου βγαίνει.

Έτσι, ‘ς τα χρόνια τα παληά, η Δάφνη απεκοιμάτο
σ’ ένα κρεββάτι ανθόσπαρτο ‘ς του Παρνασσού τα πλάγια
και γύρω της σαν όνειρο μαγευτικό επλανάτο
του Φοίβου το παράπονο μεστό αρμονία και μάγια.

————–

Πρέπει να είσαι πιο γλυκύ κι’ από το φως ακόμα
των άστρων στα νερά καθρεφτισμένο,
Για να σου ειπώ την χάρη σου με το δικό μου στόμα.
ώ Ίον της Αθήνας μαραμένο.

Και πρέπει ακόμα να πονώ σφοδρότερο από σένα,
που σε χτυπάει η θύελλα κι’ ο σάλος,
Για να θωρώ στα φύλλα σου, που κλίνουν χλωμιασμένα,
τ’ αβρότατο του μαρασμού σου κάλλος.

————–

Αμέριμνοι εφερόμεθα ‘ς τη δύση του ονείρου
Που η θύελλα τριγύρω μας βογγούσε,
Κι’ όμοια η καρδιά μου των βουνών, τον κεραυνό του απείρου
Σ’ τα βάθη της αιχμάλωτο τραβούσε.

Θωρούσαμε τοις αστραπές να σχίζουν τον αιθέρα
Μ’ ένα πικρό χαμόγελο ‘ς το στόμα,
Και της καρδιάς μου τους παλμούς βαθειά μές’ τον αγέρα
τους ήκουες, που αντήχαγαν ακόμα.

Μα τώρα, που σαν όνειρον αβρό σε τραγουδάω
Σαν φάντασμα ‘ς τα μάτια μου διαβαίνεις,
Ώρα καλή, γιατ’ αν κεγώ δεν ξέρω πού θα πώ
Αχ, ούτε συ δεν ξέρεις πού πηγαίνεις!


*Δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό “Νουμάς”, στις 17/1/1903.

Ω! Ελικών, που ανέγγιχτον αφήνει πάντα ο Χρόνος
Κι’ οι Χάριτες στήνουν χορό ‘ς τα χλωμά σου πλάγια,
Που νοσταλγώ, σαν μέσα μου πικρά βογγάει ο πόνος,
Τους ίσκιους σου μες’ ‘ς τους δρυμούς με τ’ Απολλώνια ράγια.

Όταν η σκέψι μου βαρειά μέσα στο χάος τρέχει
– Σαν ένα μαύρο σύννεφο που αγέρι ταξιοδεύει –
μές’ ‘ς τον αέναο δρόμο της αναπαυμό της έχει
της Ιπποκρήνης την πηγή που τις κορφές σου υδρεύει

*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Νουμάς”, στις 10/4/1903.

Ι

Αν κάποτες η λύρα μου αντήχησε σ’ τα δάση
Οι ήχοι της προμήνυσαν για σε ζωή θλιμμένη,
Κι’ απ’ της ευχές σου της βουβές καμμιά δεν έχει πιάσει
Κ’ έπεσες θύμα δίκαιον σ’ την άγριαν ειμαρμένη.

Μα ο σπαραγμός σου πόνος μου και σ’ την απάτη ακόμα,
Γιατί πρέπει τα μάτια μου να είνε δακρυσμένα
Νάρχονται οι Νύμφες των δασών να με φιλούν σ’ το στόμα
Τα δάκρυά μου παίρνοντας για φίλτρα μαγεμένα.

ΙΙ

Ζωή γλυκειά που πέρασες και δεν γυρίζεις πάλι
Ούτε με την αγάπη μου κι’ ούτε την πρώτη ορμή μου,
Αν τώρα εμπρός μου απλώνεσαι μεστή χυμούς και κάλλη
Κ’ εσύ φαρμάκι επότισες την αφελή ψυχή μου.

Μα όσο μακράν μου χάνεσαι σ’ τα τρίσβαθα του χρόνου
Το βλέμμα μου το νοερό σ’ ακολουθεί θλιμμένο
Κι’ ακούω τον αντίλαλο του παλαιού μου πόνου
Μές σ’ την καρδιά μου ν’ αντηχή σαν σήμαντρο σπασμένο.

ΙΙΙ

Ω Μούσα, απ’ της αγάπες μου η πειό πιστή και θεία
Που πάντα μέσα σ’ τη ζωή καλλύνεις
Αυτό το μέγα Τίποτε με τραγική αρμονία
και τον μεγάλο πόνο μου πραΰνεις.

Δεν σού κακόχω την στοργή που τρέφεις σύ για μένα
Όσ’ ακριβά κ’ αν τώρα μου στοιχίζει,
Όπως τα δέντρα τ’ άφυλλα, που στέκουν γυμνωμένα,
Την άνοιξι, που πάλι τα στολίζει.

*Δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου “Νέα Ζωή”, τεύχος 39, του 1907.

————–

Ι

Ένα καιρό μες’ ς’ τη ζωή εύρισκα κάποια χάρι
Ο ήλιος, έλαμπε γλυκύς, χειμώνα – καλοκαίρι,
Έβλεπα χίλιες ομορφιές μες’ ς’ το χλωμό φεγγάρι
Κ’ επίστευα ς’ τον έρωτα σαν ς’ το δεξί μου χέρι.

Μα τώρα ωημέ κι’ η πιό θερμή αγάπη με φοβίζει
Κ’ αφού ς’ τη γη αμετάβλητη ούτε η ζωή δεν μένει
Νιόθω η ψυχή σε τίποτε δεν πρέπει να ελπίζη
Γιατ’ είνε μάταιον αίσθημα που γρήγορα πεθαίνει.

ΙΙ

Θαυμάζω την γλυκειά ομορφιά ς’ το πρώτο τ’ άνοιγμά της
Τους γέρους με την πείρα τους και τ’ αργυρό κεφάλι
Την νιότη που αξέγνοιαστη προσφέρει την καρδιά της
Κ’ ύστερα πάει ολόχρωμη και κλαίει ς’ το περιγιάλι.

Θαυμάζω ς’ τον γλαυκό ουρανό τον ήλιον όταν βγαίνη
Τον ζευγολάτη τον φτωχό που τους αγρούς οργώνει
Μα πιο πολύ τον άνθρωπο που γρήγορα πεθαίνει
Κι’ αφήνει πίσω την ζωή μες’ ς’ καημούς να λυώνη.

ΙΙΙ

Αυτήν την ώρα ο έρωτας – το μεσημέρι εγγίζει –
Επάνω μου τα τακερά τα βλέμματά του ρίχτει
Και χίλια δυό γητέματα σοφίζεται κι’ αρχίζει
Στης Κύπριδος τ’ απέραντο να με μπερδεύει δίχτυ.

Μ’ ωημέ η ψυχή μου η άμοιρη ς’ το σίμωμά του τρέμει
Γιατ’ η ζωή μ’ επότισε κάθε πικρό βοτάνι
Και φεύγει σαν πλεούμενο που το χτυπούν οι ανέμοι
Σε κάποιο βράχο απάνεμο ναυρή κι’ αυτό λιμάνι.

*Δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου “Νέα Ζωή”, τεύχος 43 του 1908.

**Τα ποιήματα και τα στοιχεία που παρατίθενται στην εργασία αυτή συλλέχθηκαν από διάφορες πηγές, κυρίως τις ηλεκτρονικές εκδόσεις των περιοδικών «Νουμάς», «Φιλολογική Ηχώ» και «Νέα Ζωή».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου