Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

Σάββας Παύλου - Ποιήματα

 

Οκτωβριανό

 

Βρέχει. Κι αρχίζω

στο χαρτί σπορά· λέξεις

που με φυτρώνουν


 

 Γρίβα Διγενή και Μετοχίου

 

Είδα τον Μενέλαο Χριστοδούλου στο δρόμο.

Κοστούμι, γραβάτα, γυαλιά χοντρά, στο χέρι

η βαριά τσάντα καθηγητών και ανωτέρων υπαλλήλων

-εικόνα λόγιου της Κύπρου παρελθόντων ετών.

Από ποια χαραμάδα ξέφευγε υπερκόσμιος;

Ήταν της ψυχής το εσώτερο χάραγμα που φάνηκε

στο μάτι που σπινθηροβόλησε

ήταν οι αιώνες της ελληνικής γλώσσας που κουβαλούσε

κι όμως ανάλαφρος.

Απ’ τη μισάνοιχτη χούφτα άρχιζε η σπορά των λέξεων

για τα πετεινά του ουρανού και τους περήφανους.


Διαβάζοντας το βιβλίο της Αλεξάνδρας Σαμουήλ, Ιδαλγός της Ιδέας Η περιπλάνηση του Δον Κιχώτη στην ελληνική λογοτεχνία

 

Ο πατέρας μου, πρώτη και τελευταία έξοδος απ’ την Κύπρο.

Τον πήρα στο Λυκαβηττό, βγήκαμε στην κορφή με το τρενάκι.

Κοίταξε μπροστά ως την άκρη του ματιού: πολυκατοικίες,

το ίδιο δεξιά κι αριστερά, γύρισε πίσω: πολυκατοικίες πάλι ως την άκρη της μνήμης.

«Μα που σπέρνουν αυτοί;» αναρωτήθηκε.

Ή αλλιώς «Ποτέ δεν είδα τόσο θάνατο φυτρωμένο».

 

 Ανακρεόντειο (ανάπλαση)

 

Κάθε τραγούδι και μια πόλη που έπεσε:

η Τροία, η Θήβα, η Σελεύκεια.

Όμως πια τώρα θα σας πω

πως έπεσα εγώ.

Δεν με κουρσέψαν πεζικό ή καράβια

και δεν με χάλασε το ιππικό

αλλά μια άλλη στρατιά

που με τοξεύει με κτυπά

μέσα απ’ τα μάτια σου.

 

 Άντριου Μόσιον, Αλλαγή καθεστώτος

 

Κατεβαίνοντας  απ’ το δρόμο  της Νινευϊ

ο Θάνατος σταμάτησε  για λίγο κι είπε: -Προσοχή!

Βλέπεις  τα ονόματα των τόπων εδώ στη γύρω πλάση;

Δικά μου είναι τώρα, τα ’χω ξεκοιλιάσει.

Να, η Εδέμ, στο νότο πέρα. Την αυγή

είπα στο στρατό μου  ρίξτε τα στη γη

τα τείχη και τις πύλες της έτσι που καθείς να δει

το γλυκό της μήλο πάνω στο κλαδί.

Το θέλεις, δεν ειν’ έτσι; Πήγαινε τότε να το φας,

γλείψε τα χείλη σου και κόψε το ίδιο πάλι με μιας.

Να, ο Τίγρης κι ο Ευφράτης, σε λωρίδες έρεαν παλιά

του Ήλιου και της άμμου, χρώματα που ‘δειχναν ανεμελιά

Άλλο πια δεν το μπορούν. Τους γέμισα γοργά

μ’ αμέτρητη λογιών λογιών ανθρωποκοπριά

Να, η Βαβυλώνα,  κι οι κήποι της οι κρεμαστοί,

γλύκαιναν τις βασιλείες σ’ ώρα ειρηνική

βρήκα τώρα άλλο τρόπο να ευωδιάζω τον αέρα:

μια λέξη άλλη πια για την απελπισία που τρυπά ως πέρα

που αφήνει τη Βαγδάτη, μιναρέδες με το άστρο στην κορφή,

αίθουσες κι αυλές μαρμάρου, αντικατοπτρισμοί  σε μέρα θερμή.

Τους τόπους αυτούς και τ’ αρχαία πράγματα που ξέρατε, θέλω να πω

δεν θα τα ξέρετε σε λίγο. Δουλεύω ήδη γι’ αυτόν τον σκοπό.

 


Οδυσσέας Ελύτης

 

Ένας ελεύθερος διανοούμενος

είναι σαν μια ωραία γυναίκα

μόνος και μόνη αλλά μ’ όλο το σύμπαν μέσα τους

ξεχωριστός και ξεχωριστή μα και ψηφίδα του κόσμου

αναρχικοί στην τάξη του αιώνιου.

Γι’ αυτό μη δίνετε σημασία σ’ αυτόν που με κρίνει

-ο συνήθης ημιμαθής των πανεπιστημίων:

Δεν έχει, λέει, προθέσεις κι επαγγελματικές φιλοδοξίες

το γλαυκό κορίτσι μου.

Αυτοί που μένουν

στο χωριουδάκι των νεοελληνιστών δεν μπορούν

να κρίνουν τους συμπαντικούς

 

 Μεταπολεμικός Έλλην ποιητής

με τον τρόπο του Μανούσου Φάσση

 

Έγραφε κάποτε για εργάτες και σοβχόζ

-ποιος τη θυμάται πια αυτή τη λέξη;

Πέρασε ύστερα σε ιστορίες ροζ:

«Τα φλογερά Μαρίνας και Αλέξη».

Πληθωρισμός κι εδώ, χρειαζόταν κάτι

να διαφέρει, σαν πι χι «θαύμα του Οζ»

Απόδραση στ’ονειρικό, σε μονοπάτι

ανατροπής, και γράφει: «Μάγοι στο κολχόζ».

Κι εδώ πολλοί ομότεχνοι, θα επιπέσει

σ’Αγία Γραφή και γράφει «Ρουθ – Βοόζ»

σε λίγο άλλη πόρτα θα κτυπά με ζέση

χρήσιμος όμως! Να, στων στίχων τη γλυκόζη

θα δεις ποιες είν’ μέσα στη γλώσσα μας σε –οζ

οι λέξεις. Το ατάλαντό του ας όζει!

 

Γραμματικού τάφος



Δύστυχο δίστιχο. Δύσστιχο.


Μα πετυχαίνει. Δίστυχο.


 Κενοτάφιο στην Έφεσο 

 

Που πήγε, που χάθηκε αυτός

που ζούσε μ’ όλο το σύμπαν μέσα του;

 Θείο ελληνικό καλοκαίρι

 

Καλοκαίρι στην Κίμωλο, ένα παλιό σπιτάκι -ευκαιρία, μέσα στο περιβόλι της κυρά Αγάθης. Είκοσι μέρες πανέμορφες με την Κατερίνα, θάλασσα, φρούτα, ήλιος και ύπνος. Και κάθε απόγευμα καταφτάνει ο Σταχτής, ο γάτος της κυρά Αγάθης και μας φέρνει γεμάτος περηφάνια τα τρόπαιά του: μια ακρίδα, ένα τζιτζίκι, μια σαύρα μικρή. Παίζει μαζί τους ηδονικά, με νύχια και δόντια, σε λίγο τα κομματάκια τους απλώνουν στο πάτωμα. Στην αρχή πήγαμε να τα γλιτώσουμε, μας φάνηκε ωμό να γίνονται τέτοια πράγματα σε τέτοια μέρη ειδυλλιακά, όμως μετά έμαθα να αρπάζω την Κατερίνα, να αλληλοαρπαζόμαστε καλύτερα σε ένα σπαρακτικό αγκάλιασμα, με δόντια και νύχια και με κάθε τρόπο ο ένας μέσα στον άλλο, βογγητά που κρατούσαν όλη την σκληρή ώρα, μέναμε στο τέλος κομματιασμένοι κι άφωνοι, ανίκανοι να κινηθούμε ένα ρούπι.

Ότι κι εμείς ξέρουμε το σπάραγμα από τη συνάντηση της πίκρας της ζωής και της ηδονής του θανάτου.

 

 Ο πλασιέ

 

Κοιτάζω τη ολόμαυρη ράχη των Ψαρών. Έρημη γη, διακρίνεις ακόμα μικρές εστίες φωτιάς και κάμποσο καπνό που ανεβαίνει.

Όχι, δεν είμαι η Δόξα που μελετά τα λαμπρά και τα ηρωικά από ψηλά, ένας πλασιέ εμπορικών  προϊόντων είμαι, που βλέπει από το αεροπλάνο τ’ αποκαΐδια των Ψαρών -φωτιές των οικοπεδοφάγων, των πυρομανών, των ηλιθίων. Η δουλειά μου εξαίρετη, με σίγουρη την προαγωγή, η εταιρία μού δίνει μεγάλο ποσοστό κέρδους, γυρίζω σε λιμάνια και αεροδρόμια με την τσάντα γεμάτη διαφημιστικά, για νέο τρόπο και σύγχρονη ζωή, ακόμη δείγματα προϊόντων, συμβόλαια κι επιταγές και βλέπω τακτικά τέτοιες φωτιές σε πολλά μέρη .

Κάποτε σκέφτομαι ότι εγώ  τις βάζω.

 

 Τα σύννεφα του 1927

 

Τι να έγιναν τα σύννεφα του 27. Του 1927, ίδια μέρα και ώρα με τη σημερινή, απόγευμα 23 Οκτώβρη. Είχαν παρόμοια σχήματα; να ο γέρος με τα γένια που καπνίζει και αλλάζει σε ένα άγριο θηρίο που σηκώνεται στα δυο του πόδια, δεξιά ένα δέντρο που πάει να γίνει πουλί με μια τεράστια φτερούγα που κουρνιάζει από τη μια κι από την άλλη μοιάζει με σπίτι ανοικτό, ύστερα κάποια που μας νεύει έλα, το ένα σκέλος της μικρότερο απ’ το άλλο, δίπλα ξεκινά ένα ύψωμα σαν οροσειρά. Τόσα σχήματα, τόσοι όγκοι, τόσα μηνύματα. Πώς τα είδαν οι άνθρωποι τότε, ο παππούς μου ήταν 29 χρόνων, η μάνα μου έξι, τα πρόσεξαν όπως εγώ τα σημερινά ή τα αγνόησαν. Τι σκέφτηκαν γι αυτά ο Σεφέρης, ο Καβάφης, ο Σικελιανός;  Τα σύννεφα της 23ης Οκτωβρίου 1927. Ένας κόσμος ολόκληρος, ένα έπος με σχήματα και όγκους που ξύπνησαν μνήμες και όνειρα και χάθηκαν.

Τι να έγιναν οι νέοι του 80, του 1980; Θα αναρωτηθούν κάποιοι ύστερα από εκατό, διακόσια χρόνια; Αγώνες και όνειρα που πήραν σχήματα από προσπάθειες και όγκους από εκφράσεις.  Σαν σύννεφα υψωθήκαμε και χαθήκαμε.

…….

Τι να έγιναν οι μορφές των συννέφων, πριν χίλια ή ένα εκατομμύριο χρόνια; Ακόμη πιο μπροστά, πεντακόσια ή εννιακόσια εκατομμύρια χρόνια προηγουμένως, πριν φανεί ο άνθρωπος να τα θαυμάσει; Νέφη μικρά και τεράστια,  που κάποτε κάθισαν σαν σκουφί σε δέντρα και κορφές, που έπαιξαν  με το φεγγάρι ή με τον ήλιο, που πρόβαλλε πότε πότε μέσα απ’ αυτά. Αμέτρητες μορφές του νέφους που κυνηγήθηκαν με άλλες στ’ αλώνια του ουρανού.  Μελανίτες, σωρείτες, νέφη μαύρα της καταιγίδας ή άσπρα, νέφη σκοτεινά ή χρυσαφένια από το κίτρινο του δειλινού, μισά δροσοσταλίδες του νερού και μισά φως. Αν δεν γίνει Θεός ποιος θα κρατήσει τη μαγεία τόσης εκατομμυρίων χρόνων  ομορφιάς ;


Τα μπάζα μακριά

Σβήνω με μαρκαδόρο μια μια τις λέξεις, διάστικτη η σελίδα από τις μελανιές, μένει μόνο εκεί στη μέση η λέξη: ελευθερία, χωρίς άλλες λέξεις πριν ή μετά να υφαίνουν ιστό. Σβήνω όλη την ιστορία κάθε ανθρώπου, αφαιρώ μέχρι που φτάνω στη στιγμή που είπε: είμαι ξεχωριστός άρα  κι ο θάνατος με διαγράφει. Διαγράφω  τόσα που συνέβησαν ανάμεσά μας, φτάνω στην ώρα που σε είδα έτοιμη και ωραία και είπα: αυτή η γυναίκα είναι η ιστορία μου, ξεκινάμε. Αφαιρώ όλη την ιστορία του κόσμου μας, φτάνω στον μεγάλο βυθό, στο μεγάλο κενό, στο αναπαρθένεμα της Μεγάλης Έκρηξης. Έτσι γράφεται η ποίηση, ξεσκαρτάροντας συνεχώς, αδειάζοντας άχρηστα και μπάζα.

 Μορφή και περιεχόμενο

 

Κάθε φορά που ήταν να μπει στο σπίτι του, άνοιγε μια τρύπα στον τοίχο ή στην οροφή, άνετη τρύπα κι έμπαινε κύριος. Εντάξει, ξεσκόνιζε λίγο τα ρούχα του, κάποιες σκόνες βλέπετε έπεφταν πάνω. Το ίδιο κι όταν έβγαινε. Όλα καλά, μόνο οι οδοκαθαριστές μουρμουρούσαν που είχαν να μαζεύουν τα μπάζα που στοιβάζονταν  κάθε λίγο μπροστά στο πεζοδρόμιο -δυο έξοδοι και δυο είσοδοι την ημέρα βλέπεις. Μπαίνοντας βγαίνοντας, το σπίτι άρχισε να χάνεται σιγά σιγά, στο τέλος δεν έμεινε τίποτα. Καθόταν στο σαλόνι του αδιαφορώντας για τις ματιές των περαστικών κι ένιωθε το σχήμα του σπιτιού του να τον αγκαλιάζει προστατευτικά και την ίδια ώρα να του ανοίγει το άπειρο.

 Οκ γαθν πολυϊατρίη

ητρσι Χάριτι Σπανο, Σωτηρί Σόρογκ

 

Ένας σύγχρονος άνθρωπος ρωτά και άλλη γνώμη, τόνιζε. Πληρώνεις, αλλά μαθαίνεις καλύτερα.

Έτσι, μόλις του τύχαινε κάτι, πήγαινε και σε δεύτερο και τρίτο γιατρό. Κάποτε, τον σύγχυζαν οι διαγνώσεις τους, οι θεραπευτικές τους συμβουλές· αυτό το χάπι προκαλεί παρενέργειες ο ένας· το φάρμακο εκείνο μακροχρόνια κάνει ζημιά στα νεφρά, ο άλλος. Μη ο ένας, ναι ο άλλος, όχι και ίσως ο τρίτος.

Όπως τον περασμένο μήνα, με το στομάχι του και τις δύσπνοιές του, ένιωθε να πνιγόταν και να αναποδογυρίζονταν τα σωθικά του. Πέρασε από τρεις γιατρούς, κοντά στον τρίτο ήταν το σπίτι της γιαγιάς του, πέρασε κι από ’κεί κρατώντας συνταγές και φάρμακα που πολεμούσαν μεταξύ τους.

Η γιαγιά μόλις είχε βάλει φύλλα της ελιάς και λιβάνι στο καπνιστήρι και κάπνιζε το σπίτι. Μόλις μπήκε, τον θυμιάτισε κι αυτόν σταυρωτά, τρεις φορές.

-Έλα, παιδί μου, ένα τσάι με χαμομήλι θα σου κάνει καλό, του είπε μόλις άκουσε τα νέα του. Έφερε το μπουκάλι με το οινόπνευμα, -μετά το τσάι, λίγες εντριβές ωφελούν, του είπε.

Έβγαλε το πουκάμισό του και ξάπλωσε στον καναπέ μπρούμυτα, οι εντριβές με το οινόπνευμα ήταν η δεξιότητα της γιαγιάς, κι ο πατέρας του κι ο θείος Βασίλης έλεγαν τακτικά: θα πάμε από τη μάνα για τρίψιμο με σπίρτο, να φτιάξει η μέρα μας. Ξαπλωμένος, είδε που μετακίνησε πιο δεξιά το ερμάρι της με τα ωραία πιατικά, έτσι καλύφθηκε η ρωγμή του τοίχου, που ’γινε από τον σεισμό, πριν από τέσσερα χρόνια.

-Τώρα του είπε, νερό και λουκούμι από τη Θεσσαλονίκη, μου τα ’φερε ο θείος σου ο Βασίλης, που ήρθε προχτές. Κούμπωνε το πουκάμισό του, κι όπως του άφηνε λουκούμι και ποτήρι, την κοίταξε, του έκανε εντύπωση ότι και οι ρυτίδες της ήσαν ήρεμες.

Η γιαγιά, ήταν με χτήματα και μεγάλη περιουσία στο Λευκόνοικο, με την εισβολή έφυγε με τον άντρα της άρον άρον, με τέσσερα παιδιά, έχασε και τον άντρα της πριν από είκοσι χρόνια κι ένα γιο της, τον Ευαγόρα –την ίδια εποχή από καρκίνο. Ύστερα από πέντε χρόνια και το άλλο το παιδί της, τον Νικόλα, από ατύχημα με τ’ αυτοκίνητο. Πάντα, όταν μιλούσε για τον Νικόλα, θυμόταν που εκείνη τη μέρα αυτός είχε πολλές δουλειές κι έτρεχε συνεχώς, δεν μπορούσε καν να βρει μια στιγμή να περάσει απ’ το σπίτι του για φαϊ, «έλα από ’δώ» του είπε, όταν κάποια στιγμή της τηλεφώνησε, «είμαι κοντά στις δουλειές σου, κι έχω μαγειρέψει κάτι που σ’ αρέσει», όμως έγινε το κακό «κι έφυγε νηστικός», τόνιζε γεμάτη πίκρα, κι αυτός πονούσε παραπάνω τον χαμένο θείο του, γιατί τον θυμόταν πιο πολύ, αφού πέθανε όταν ήταν δεκατριών χρονών, μα κυρίως γιατί τον ένιωθε για δεκαπέντα χρόνια να παραμένει πάντοτε νηστικός, αφού δεν πρόλαβε το φαϊ της γιαγιάς.

Έζησε στερημένα η γιαγιά, πριν από εφτά χρόνια δεν είχε λεφτά να φτιάξει τα δόντια της, αυτή που ήταν στο Λευκόνοικο αρχοντοπούλα. Ο πατέρας με τον θείο του έκαναν ένα δάνειο από τη Συνεργατική για να πληρώσουν τους οδοντίατρους, δεν της το είπαν –είναι μια επιχορήγηση των ιατρικών υπηρεσιών, την παραπλάνησαν, για να μη λυπηθεί ότι τους έβαζε σε κόπους και έξοδα.

Ήπιε το νερό, σιγά σιγά ένιωσε περδίκι.

-Γιαγιά, πώς τ’ άντεξες όλ’ αυτά; Τη ρώτησε ξαφνικά.

-Ο καιρός όλα τα θεραπεύει, παιδί μου, είπε κι έμεινε σκεφτική, κι ύστερα: – όλα, ακόμη και την αρρώστια της ζωής.

-Την αρρώστια της ζωής;

-Σε ταλαιπωρεί το κρύο και η ζέστη σε φοβίζουν βροντές και σεισμοί, τρέμεις για τους δικούς σου. Κι ύστερα σε βασανίζει το κορμί σου, σε πληγώνουν οι γύρω σου. Πρέπει κάποτε να ησυχάσεις και απ’ αυτήν.

Σε τριάντα μέρες ήταν στην εκκλησία για την κηδεία της. Πέθανε από ανακοπή στον ύπνο της. Ο πατέρας και ο θείος του σφαγμένοι στον πόνο, αυτός την έβλεπε στο φέρετρο –γαλήνια η μορφή της, την ένιωθε να ανυπομονεί πότε να τελειώσουν οι ψαλμωδίες και ν’ αρχίσει το φτυάρι να τη ραίνει ωραία ωραία με χώμα κι αγκάθια, θεραπευμένη πλήρως ν’ αρχίσει το κορμί της να λικνίζεται στα κύματα μιας θάλασσας του ανόργανου.


 

Μελέτη Θανάτου

 

Το είχε σκεφτεί τόσες φορές, το μεθόδευε μελετημένα. Την ώρα Εκείνη θα έκλεινε όλο το σύμπαν μέσα του. Στη συγχρονική διάσταση του κόσμου όλα τα ανθρώπινα της γης κι όλα τα ουράνια σώματα, νεφελώματα και μαύρες τρύπες, σε ακτίνα  γύρω του δισεκατομμύρια έτη φωτός. Και την ίδια ώρα τα προηγούμενα ως τη μύτη του κώνου, όταν πρωτοξεκίνησαν όλα, πριν 14 δισεκατομμύρια χρόνια. Όλα θα τα ζούσε, ακτίνες γάμμα, άτομα και μόρια, δημιουργίες ήλιων και πλανητών, η Γη και τα πρωτοκύτταρα, η εξέλιξη των ειδών, των εργαλείων και της γλώσσας, το ξεκίνημα της τέχνης ίσαμε σήμερα, οντογένεση και φυλογένεση. Η Ιστορία. Όλα θα τ’ αγκάλιαζε το βλέμμα του μυαλού του, περιέχοντας γερά το σύμπαν όλο μέσα του, έτοιμος θα παραδιδόταν στο σύμπαν που τον περιέχει.

Όμως την ώρα Εκείνη ήλθε ένας ψίθυρος «φεύγω τώρα», το άρωμά της φτερούγισε, μια φευγαλέα σκιά, τότε που κατάλαβε πως τον άφηνε.

 


Η εικών

Πολλά τα θαυμαστά της Μονής, σιγίλλια, λάβαρα, ευαγγέλια σε περγαμηνές, όμως για όλους, πάνω απ’ όλα, είναι η θαυματουργός εικών της Παναγίας, έργο του ευαγγελιστή Λουκά, δόθηκε εδώ το 890 μ.Χ., ο θεοσεβής Λέων ο Έκτος ήτανε τότε αυτοκράτορας στην Πόλη.

Μας ξεναγούσε ο μοναχός, όμως ο φίλος μου, αποτελεσματικός όπως πάντοτε, έσκυψε στ’ αυτί μου.

-Με τη μέθοδο «άνθρακας 14» αυτά όλα λύνονται, μου ψιθύρισε. Λοιπόν, θα ’ναι της ίδιας εποχής που βρέθηκε, άντε εκατό χρόνια πιο παλιά.

Σκέφτηκα αυτά τα χρόνια, 400 χιλιάδες μέρες, τον όρθρο και τον εσπερινό, πρωί κι απόγευμα μπροστά της, τις λειτουργίες, τις παρακλήσεις, τα μνημόσυνα, πάνω από δυο εκατομμύρια τελετές με ψαλμωδίες και θυμιάματα, τ’ αμέτρητα κεριά των πιστών που άναψαν προσκυνώντας την εικόνα με μια ευχή, το κλάμα του ενόχου κι αυτού που παρακαλούσε για κάποιον που αγαπούσε, κι ο χώρος φωτίστηκε με ένα άλλο φως.

-Είναι πιο παλιά, του είπα, η εικόνα.

-Τι λες; Την πας ως την εποχή του ευαγγελιστή Λουκά; Μα τώρα όλα χρονολογούνται σωστά, η μέθοδος με τον «άνθρακα 14» θα σε διαψεύσει.

-Πολύ πιο παλιά, απάντησα, από τότε που ό άνθρωπος δοκίμασε από το Δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, και στο ζύγι βαραίνει πάντα η πλευρά με τον πόνο και την πίκρα, κι ο θάνατος τραβά τη ζυγαριά όλη ως κάτω στη γη. Πρέπει ν’ αντέξουμε, λοιπόν, σ’ ένα κομμάτι ξύλο απ’ αυτό το Δέντρο τη ζωγράφισαν, κράτημα και ίσο.

 

 


Το υπόλοιπο

 

Όταν γνωρίστηκαν και τον επισκέφτηκε για πρώτη φορά στο ατελιέ του, είδε το τεράστιο κομμάτι του μαρμάρου και σκέφτηκε ότι σ’ αυτόν τον ακατέργαστο όγκο κρύβονταν όλες οι μορφές του κόσμου. Ο Ωγκύστ μπορούσε να σου εμφανίσει έναν γέροντα σοφό, μια πανέμορφη γυμνή νεράιδα, άλογο ή κένταυρο, Σπαρτιάτη πολεμιστή με ασπίδα ή  σύγχρονο τυφεκιοφόρο.

Ο Ωγκύστ οιστρηλατημένος, χτυπούσε με το σφυρί τη σμίλη και κομματάκια από μάρμαρο έπεφταν κάτω στο δάπεδο, η σκόνη τού είχε ασπρίσει την ποδιά, τα χέρια και το πρόσωπο.

-Φιλίπ, του είπε, έχει καιρό να ρθεις από δω, είναι Το Φιλί, που σου έλεγα, σε λίγες μέρες το τελειώνω, και του ‘δωσε με θέρμη το χέρι.

Του έσφιξε κι εκείνος το χέρι δυνατά μα κοιτούσε αποσβολωμένος το έργο, ήταν κάτι θεσπέσιο.

Μίλησαν ακόμη λίγο, η ματιά του θαμπωμένη συνεχώς στο σύμπλεγμα, φεύγω τώρα του είπε, έχεις να δουλέψεις, μη σε διακόπτω.

Στο δρόμο κοίταξε στα χέρια του τη σκόνη του μαρμάρου από τη χειραψία με τον Ωγκύστ. Πήγε να ξεσκονιστεί όμως συγκρατήθηκε. Υπάρχει αυτό το έργο και το άλλο το πέραν αυτού, σκέφτηκε, εγώ έχω στα χέρια μου τον υπόλοιπο κόσμο.

  

 Πηγή: https://savvaspavlou.wordpress.com/category/%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AC/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου