– Αρχοντόπουλο μου, είπα, να με συμπαθάς· ένα ήθελα να σε ρωτήσω, ετούτο: τρώς, πίνεις είσαι ντυμένος στο μετάξι, τραγουδάς κάτω από τα παραθύρια, γλέντι η ζωή σου· τίποτα λοιπόν δε σου λείπει;Ο νέος στράφηκε απότομα, αναμέρισε βίαια το μπράτσο, να μην τον αγγίξω.– Τίποτα δε μου λείπει, αποκρίθηκε πεισματωμένος· γιατί με ρωτάς; Δε θέλω να με ρωτούν.– Γιατί σε λυπούμαι αρχοντόπουλό μου, αρχοντόπουλό μου, του αποκρίθηκα.Ο νέος να το ακούσει, τίναξε με αλαζονεία το κεφάλι:– Εμένα; Είπε, εσύ; – και γέλασε.Έσκυψε, με κοίταξε στα μάτια.– Ποιός είσαι ντυμένος σα ζητιάνος; ποιός; Ποιός σ έπεψε να με βρεις, εδώ στους δρόμους της Ασίζης τα μεσάνυχτα; Μολόγα την αλήθεια! κάποιος σε στέλνει, ποιός;– Τίποτα δε μου λείπει! έκαμε χτυπώντας το πόδι του στη γης, δε θέλω να με λυπούνται· θέλω να με ζηλεύουν. Ναι, ναι, τίποτα δε μου λείπει!– Τίποτα; έκαμα, μήτε ο ουρανός;Έσκυψε το κεφάλι, σώπασε· και σε λίγο:– Πολύ αψηλά ναι ο ουρανός, δεν τον φτάνω·καλή ναι η γης, περίκαλη, κοντά μου!– Δεν υπάρχει πράμα πιο κοντά μας από τον ουρανό· η γης είναι κάτω από τα πόδια μας και την πατούμε· ο ουρανός είναι μέσα μας.Το φεγγάρι είχε αρχίσει να χαμηλώνει, λίγα άστρα στον ουρανό· ανάρια ακούγονταν καντάδες, όλο πάθος, από τις αλαργινές γειτονιές· ήταν γεμάτος ο νυχτερινός ετούτος καλοκαιριάτικος αέρας μυρωδιές κι έρωτα.– Πως το ξέρεις; με ρώτησε και με κοίταξε αλαφιασμένος.– Πείνασα, δίψασα, πόνεσα – το μαθα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου