Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

Γιώργος Δανιήλ - Ποιήματα


[από την ενότητα «ΠΟΙΗΤΙΚΗ II»]



ΚΑΙ ΚΑΙ



Και του Σεφέρη την θλιμμένη
νοικοκυροσύνη
και του Μελά
την ακατάσχετη
φιλαυτία
και τους αλλόκοτους
του Καζαντζάκη
μετεωρισμούς
την υψηλόκαρδη μπραβούρα
του Σικελιανού
του Βάρναλη
τα λυρικά αλυχτήσματα
χώρεσε όμοια
ό,τι κι αν πεις
τούτος ο τόπος
πάνω απ’ τ’ αποκαίδια
των συγκρούσεων
δώθε απ’ τα χαρακώματα
του εγώ.

Κάθε Ρωμηός
και μια σχεδία ενστίκτου
στον άψορρον ωκεανό
της μνήμης.


* * *


Η ΜΟΥΣΙΚΗ



Κάποτε ήταν
του Πινδάρου
Δωρίαν από φόρμιγγα
πασσάλου λάμβανε

το χέρι που διαφέντευε
τ’ αλέτρι
τόνιζε
και τη μουσική.

Τώρα ρίχνεις το νόμισμα
στο τζουκμπόξ
κι ακολουθείς
με τ’ άκρα των δαχτύλων
την αποσβολωμένη μελωδία
ενώ η προκομμένη σερβιτόρα
σου κουβαλά
με χάρη
το ζουμερό
χάμπουργκερ.


* * *


ΛΑΣΤΙΧΟ

                                               Της Έλλης

Με το καμιόνι της φαντασίας
έτρεξα έτρεξα χιλιόμετρα
τα σήματα κι οι τροχονόμοι
μού ’δειχναν κάπου μπροστά.

Μα στην στροφή που το χαλίκι
κόβει στα δυο
τον άρτο του έρωτα
κι αποσβολώνεται
στην έπαρση του
μ’ έπιασε λάστιχο
με σύρανε
σ’ ένα κοινό γκαράζ.


* * *


ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΑ


Ι
Μονοτονικό
το σπίτι της γλώσσας
χωρίς αετώματα
χωρίς κεραμίδια
με πλάκα.

ΙΙ
Κι όμως,
η σερπετή περισπωμένη
πήγαινε καπέλο
στη λέξη κύμα.
Και τώρα,
τί θα γίνει
η λέξη αυτή
χωρίς το καπέλο της;


* * *


ΑΝΑΓΚΗ


Στις λυρικές μονομαχίες
ανάγκη να ξαπλώνεις
και στο φέρετρο
κάποιες ώρες
ξεγελώντας
τα ύψη
τσακίζοντας
σε βουβές
συμπληγάδες
τον πασατέμπο
της μνήμης.


* * *


ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ


Επιστρέφω
στο σώμα μου
όπως γυρίζουν
τα ψάρια
κολυμπώντας
ενάντια στο ρέμα
κι ας τα καρφώνουν
έτσι οι Εσκιμώοι
στήνοντας
δολερές
παγίδες.

Επιστρέφω
στο σώμα μου.
Της ιστορίας
πονηρά εκμαγεία
μπείτε
προσωρινά
στο ντουλάπι.
[από την ενότητα «ΤΑ ΤΟΠΙΑ»]


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΣΤΗΝ ΠΙΑΤΣΑ ΝΑΒΟΝΑ



Τί να ζητά τούτος ο λερός νέος
ο θαυματοποιός της πλατείας
που φτύνει τη φωτιά στον αέρα
κι ύστερα δροσίζει τα χείλη του
με το νερό που του πασσάρει
η χθόνια παχουλή συντρόφισσα;

Τί να ζητά τούτος ο νέος
και τί ζητώ κι εγώ
έτοιμος να τον αποθανατίσω
ψαύοντας κιόλας τη μηχανή
στο σακίδιο,
τάλαντο της εφήμερης
στιγμής
κόμπο στην ανεμόσκαλα
του χρόνου;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τ’ αστέρια είναι πολύ μακριά
μας το βεβαίωσαν κι οι αστρονόμοι
τα ζώδια σελαγίζουν πάνω μας
ρυθμίζοντας κρυφά
την ύπαρξή μας.

                                                       Ρώμη, 1979


* * *


ΠΑΛΙΟ ΣΠΙΤΙ



Μεσ’ απ’ την κλειδαρότρυπα
του σπιτιού
ρέει η σιωπή
σαν το μέλι
στις δίπλες.
Τούτο το σπίτι
δεν ανέχεται τους τρόπους
μιας λαίμαργης φαντασίας
εμέσσει τις προσθήκες
ο πανοσιολογιώτατος
προθάλαμος
λέει κουβέντες
με το κομπολόι
οι πολυθρόνες
είναι για να κάθεσαι
το δάπεδο πατάς μαζί
και το κοιμάσαι
στον ουρανίσκο
της οροφής
αρθρώνεις μυστικά
τα λόγια σου
έξω περνά
και χάνεται
ο κονίσαλος
του χρόνου.


* * *


ΤΑ ΟΙΚΕΙΑ


Τη μαύρη κουνιστή
πολυθρόνα
στο ψηλό και στενό
δώμα
στομωμένες εικόνες
στους τοίχους
δίσκους
τριαντατριών στροφών
εύηχους
πράγματα πού ’χουν
αποστηθίσει
το ’να τα’ άλλο
πάνω απ’ τον θόρυβο
δώθε απ’ το σάλο.

Όλα τούτα τα ξέρεις
κι ακόμη τα φώτα
πάνω απ’ την πόλη
που ανάβουνε πρώτα
τα ίδια πάντα
στην ουρά της μέρας —
ανοίγεις το παραθυράκι
μπαίνει αγέρας.

                                                 Τορόντο, 1975


* * *


ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ




Μες’ στην υπόγεια την ταβέρνα…

Όχι, δεν ειν’ υπόγειο
κι ούτε σερβίρουν
λαδερά
το κλαυθμηρό μπουζούκι
σμίγει τους τόνους του
με την κιθάρα
το πιάνο πάει κι έρχεται
σε τολμηρές ακροβασίες
και χύνεται
νοσταλγικό
τραγούδι
τρέμουν τα δάχτυλα
στο κύπελο
τρέμουν οι ήχοι
στον πυκνόν αγέρα.

Στην κάμαρα του βάθους
(να ’ναι το πίσω
ή το μπροστά του αλόγου;)
ψήνεται μυρωδάτος
καφές
τυρόπιτες προσμένουν
την σειρά τους
δίπλα από τα γλυκά
ταψιού
και μέσα στ' άλλα
τα βιταμινούχα
καμαρωτή
κι η «ματωμένη Ελένη».

Όχι, δεν χρειάζεται κρασί
για να μεθύσεις
η μέθη αιωρείται
στην ατμόσφαιρα
μαζί με των τσιγάρων
τους καπνούς
χωνεύει στις κλειδώσεις
τα μυστικά κοιλώματα
του σώματος
μερώνει τις ψυχές.

Ο Ίππος χρεμετίζει
ηδονικά
μέσα στα τείχη
της καινούριας Τροίας.
[από την ενότητα «ΤΑ ΣΤΑΣΙΜΑ»]


ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΘΩ



Οι εκκλησιές του Άθω
αυτά τα καθολικά
με τον διακοσμητικό τους
φόρτο
κιβωτοί
όπου λαχανιασμένα
σωρεύουνε οι μοναχοί
όσα τους στέρησε
ο κατακλυσμός
της παραίτησης.


* * *


ΠΡΟΣ ΔΑΦΝΗΝ


Κάθομαι ν’ ανασάνω στους κορμούς
Μ’ αγνάντια μου τις Καρυές
ενώ πιο πάνω τετιγίζει
ηλεκτρικό τρυπάνι.

Τσιγάρα κι αναπτήρας!
Κάποιος τα ξέχασε
ή νά ’ναι ο δάκτυλος
του Άη Φανουρίου;

Ας πάρω ένα
ρίχνοντας συνάμα στο χαρτί
σκέψεις που πρόκειται
να χάσω στ’ αεροπλάνο.
Κάποιες τους, όμως,
Θ’ αναστούν με τον καιρό
σαν τον Λάζαρο
μισοπαράλυτες
στο θάμβος τους.
[από την ενότητα «ΤΑ ΙΔΕΟΛΗΠΤΑ»]


Η ΖΩΗ



Η ζωή μας λέει τον καφέ
παίζει τα τέρμινα
σαν βότσαλα
αλλάζει αδιάκοπα
περούκα
είναι μια λύπη
η ζωή
και μια χαρά
σαρανταποδαρούσα.


* * *


ΛΙΘΟΒΟΛΙΑ


Αυτός εδώ λιθοβολεί
κι αυτός εκεί
λιθοβολείται
ο άλλος πάλι
κάθεται
μετράει
τις πέτρες.


* * *


ΣΤΗΝ ΤΡΕΛΑ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ


Στην τρέλα της αλλαγής
νοσταλγούμε το «Εν»
του Παρμενίδη
γλυκά βουλιάζουμε
στην πολυθρόνα της σιωπής
πλάι στο πιστό ρολόι
γράφοντας
τον ίδιο πάντα κύκλο.

Τα πεθαμένα μάτια
του ψαριού
θύματα του χλωρίου
μας ατενίζουν ήσυχα
πέρα απ' την όραση
κι ο πεθαμένος σκύλος
του Σικελιανού
δείχνει στον ήλιο
στίλβουσες
τις οδοντοστοιχίες.


* * *


ΤΟΥΤΗ ΚΙ Η ΧΑΡΗ



Οι καρποί που τινάζουμε
από πάνω μας
εντολοδόχοι αυτοί
μιας μοίρας που μας ξεπερνά
συνεχίζουν την αδιάσπαστη
αλυσίδα.

Σκέφτομαι τον «μυθικό»
(πέθανε πριν να γεννηθώ)
παππού μου
και τον γεννήτορά μου
προδομένους απ’ τον χρόνο
πιασμένους στο δίχτυ
του χώματος.

Σ’ αυτά μπερδεύεται η σκέψη
με την επιμονή ενστίκτου
ενώ πλέουν τα πράγματα
γύρω μας
δορυφόροι ζωής
που μας ξεπερνά.
Μέσα τους σβήνουμε
το τσιγάρο του εγώ
κι η στάχτη που διαλύεται
πιστοποιεί την θεμελιώδη
ενότητα μας.

Τούτη κι η χάρη.


* * *


ΤΟ ΜΠΑΛΟΝΙ



Όταν ζουλάς το μπαλόνι
προκαλείς τον αγέρα
θα σου φυσήξει
καταπρόσωπο
το μένος του.


* * *


ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ

                                            Στον Εντ

Ασύλητος ο Τάφος και βασιλικός
περιέχει, ωστόσο, σκοτεινές
γραφές σαν σε παπύρους
που γυρεύουν να γυρίσουν
στο φυτό.

Τον τάφο θα δεις καλύτερα
από πάνω πέφτοντας
σαν αλεξιπτωτιστής
μαλακά ή κάλλιο σταλακτίτης
που παίζει ερωτικά
με τη βαρύτητα.

Μέσα από τα θαμπά κτερίσματα
ιερογλυφικά χαμένου κόσμου
διακρίνεις
σαν συνηθίσουν τα μάτια σου
στο σκοτάδι
τον σταλαγμίτη
που σε περιμένει
υπομονετικά
εδώ κι αιώνες.
[από την ενότητα «ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ»]


ΟΙ ΛΑΒΙΔΕΣ



Λαβίδες καιροφυλακτούν
παντού
κινούμενες από ’να αόρατο
χέρι.
Στίλβεις
τις επιφάνειές σου
να μη σε πιάσουν
να γλυστρήσεις
μα να που σε γραπώνουν
δυνατά
και σε κρατούν
μετέωρο
με τα πόδια να παίζουν
στο κενό
σα δαγκάνες
αιχμάλωτου
κάβουρα.


* * *


[από την ενότητα «ΤΑ ΤΕΡΠΝΑ»]


ΜΙΝΩΙΚΟ, II


Στα γράμματά σου
μοσχοκάρφια της απουσίας
θ’ αποκριθώ
μονάχα με στίχους
που δε θα σου στείλω
αφού θα ’ναι γραμμένοι
μινωικά.

Όχι εσύ
μα κάποιοι αρχαιοδίφες
κάποτε ίσως
τους αποκρυπτογραφήσουν.

Τώρα ο λόγος
σαν να περισσεύει.
Συ μου πετάς μοσχοκάρφια
κι εγώ παλαιώνω
τα δροσερά μου
επιφωνήματα.

Ο κύκλος θα πρέπει
να κλείνει
κάπου αλλού.

[από την ενότητα «ΠΟΙΗΤΙΚΗ Ι»]


Ο,ΤΙ ΠΕΡΑΣΕ



Ό,τι πέρασε δεν χάθηκε
κρέμεται εκεί
στον αέρα
αθέατο

έτοιμο
να υλοποιηθεί
γαλακτερά
σαν ούζο
απ’ το νερό
της μνήμης.




* * *


Ο ΚΛΑΥΣΙΓΕΛΩΣ



Όλο να γίνω σοβαρός
λέω
μα πάντα ξετρυπώνει
από ρωγμές
κι από γωνιές
ο κλαυσίγελως
μερικών
αιώνων.


* * *

Η ΜΕΔΟΥΣΑ


Ο πόθος σου
σε θέλει αναχωρητή
μην σε πετρώσει
η Μέδουσα
της επιτυχίας.



* * *

ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ


Ανεπίδοτα γράμματα
μπορείς και ν’ ανταλλάξεις
μετόχια ερωτικά
μπορείς και να εκποιήσεις
χαμόγελα μπορείς
να θησαυρίσεις
σε ψύχραιμα
λευκώματα.


* * *

ΠΟΙΗΤΙΚΗ


Ας είναι, οι μεταφορές σου
τολμηρές σα διαστημόπλοια
μα και κοινές σαν τον πονόδοντο
ή σαν την τέρψη της πορτοκαλάδας.

Άσε της φαντασίας το καμιόνι
να τρέξει τις μεγάλες αποστάσεις
μα μάθε να γυρίζεις στο κορμί σου την πηγή
εξαργυρώνοντας τα κέρματα της αγωνίας
τον καλικάντζαρο της μέσα σου ενοχής
φιλιώνοντας με σπιτικά κουλουράκια
κρατώντας την αγάπη στο τέλος.
 
Πηγή:  Γιώργος Δανιήλ: Τα επίθετα, ποιήματα 1968-1983 (Πρόσπερος, 1984).
[από την ενότητα «ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ»)


ΟΤΑΝ ΥΠΟΧΩΡΟΥΝ



Όταν υποχωρούν οι μαλακοί ζέφυροι
και με κυκλώνει χάλκινος ύπνος
τότε και πάλι γεύομαι
αυτή τη μελανή κερήθρα
που βάφτισαν μοίρα.

Βλέπω παιδιά ξυπόλητα
να περπατούν στους δρόμους
κρατώντας αδειανά κλουβιά
ενώ βαθιά μέσ' στα χαλάσματα
φτεροκοπούνε τα πουλιά με τρόμο
ξωπίσω τους γατιά λιμασμένα
πιο πίσω οι καρχαρόδοντες σκύλοι
και πίσω πίσω ο άνθρωπος
με τη μαύρη μπαγκέττα.


*


ΜΕΣΑ ΣΟΥ


Παρ’ όλα τα δεινά σου
τα φριχτά σου παθήματα
βρίσκεις καιρό να παίξεις πάλι
τυχερά παιχνίδια.

Βάζεις πάλι σημάδι
το μάτι του ταύρου
ενώ το ξέρεις πως τα σκάγια
θα πλήξουν πάλι
κάπου μέσα σου.


*


ΕΚΕΧΕΙΡΙΑ ΣΤΟ ΕΠΟΣ


Τούτα τα ψυγεία
είναι σπουδαιότερα απ’ τον Όμηρο,
είπε
και χάθηκε στο διάδρομο
του Πρώτυπου Νοσοκομείου —
θα τον εγχείριζαν στη φτέρνα.

Άνετα τώρα ξαπλωμένος ο Αχιλλέας
χωρίς μετεγχειρητικές επιπλοκές
βλέπει στην τηλεόραση
τον Πόλεμο της Τροίας.

Ακόμα μια βδομάδα δυο βδομάδες
μετά στο σπίτι με τους καναπέδες.

Εκεχειρία στο έπος.


* * *


[από την ενότητα «ΤΑ ΤΕΡΠΝΑ»]


ΜΑΡΟΥΛΙ



Μαρούλι
πράσινη χαρά
με τα πολλά επιστρώματα
πριν απ’ την τρυφερή καρδιά σου.


Γιώργος Δανιήλ: Τα αδιέξοδα και Τα τερπνά (Εγνατία, 1980).

Πηγή: https://vrelok.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου