Είχες μέσα στα μάτια σου του άνεμου τις αντένες,
μια θάλασσα -σαν μέγγενη- σου πνίγει τη φωνή,
πώς να σε πάρω απ' του καιρού τις φοβερές μπαλένες;
Λησμονημένες άγκυρες στοιχειώσαν στα μαλλιά σου,
την πίκρα σου τη δώσανε παιγνίδι των παιδιών,
σπαθί μικρό δαμασκηνό λογχίζει τα πλευρά σου,
την αγωνία εσύ μετράς στα μάτια των καιρών.
Κυκλώνας σαραντάπηχος τυλίγει το κορμί σου,
εκεί πού ακούμπησες φιλί γεννήθηκε πληγή,
γιατί σιωπάς; τραύμα παλιό πού αιμορραγεί τη μοναξιά ή φωνή σου
και ζητιανεύει λησμονιά. Πού να βρεθούν λωτοί;
Σάλπιγγα απ' την Ιεριχώ κράταγες, μεθυσμένη,
και 'γω ο τυφλός δεν άκουσα τη μυστική κραυγή
και 'γω ο τυφλός μπερδεύτηκα στης μοίρας την ανέμη,
σε πούλησα -δεν το 'νιωσες;- μια νύχτα με βροχή.
Μίλα μου με τ' αρίφνητα του κόσμου παραμύθια,
τραγουδά μου για την Αυγή και πες μου πώς θα 'ρθει,
γίνε στη νύχτα μου φωτιά και πες δεν είναι αλήθεια
το λάλημα του πετεινού, του Ιούδα το φιλί.
Πικρή σιωπή στα χείλη σου ή οδύνη μου φυτρώνει,
στην όψη σου ανεμπόδιστη περιπολεί ή φθορά,
μικρός Σεπτέμβρης βροχερός τα μάτια σου σταυρώνει
κι ή κάθε μια σταγόνα του στη σάρκα δυό καρφιά.
Στη θάλασσα της ερημιάς δεν αρμενάει καράβι,
τα κόκκαλα των στίχων μας τα ξέπλυνα βροχές,
ψηλά στα τείχη αχτένιστη μοιρολογάει ή Εκάβη
και συ στέκεις στο σήμερα: ένα αύριο δίχως χτες.
Κλαμένη. Και την όψη σου να πλένει το φεγγάρι,
γοργόνα μαυρομαντηλού σού στρώνει τα μαλλιά,
τα μάτια σου τα κούρσεψαν Σαρακηνοί κουρσάροι
έξω από την Πάρο του Αύγουστου -θυμάσαι;- μια βραδιά.
(Πάρος, καλοκαίρι του 1980)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου