Διονύσης Σαββόπουλος - Οι δεκαπέντε (Αμνηστία '64)
Κοράκου χρώμα τα μαλλιά κι ασπρίσανε
απ’ τη μεριά της εξορίας γυρίσανε
Το σπίτι αδειανό, σβησμένη η φωτιά, ο κάμπος πληγή
ο τάφος μικρός, η μάνα δε ζει κι ένα πουλάκι λαλεί
Είμαστε οι πρώτοι κι ακολουθάνε αναστημένοι χίλιοι νεκροί
νέοι καιροί ξημερώνουνε πάλι, να η φωτιά, να η ζωή
Πατέρας γιος πρώτη φορά φιλήθηκαν
γνώρισε ο κόσμος τ’ άσπρα μαλλιά, θυμήθηκαν
Σπαθίζει τις πίκρες ήλιος λαμπρός, στους δρόμους γιορτή
τραγούδια ανεμίζει πλήθος λαός κι ένα πουλάκι λαλεί
Το σπίτι αδειανό, σβησμένη η φωτιά, ο κάμπος πληγή
ο τάφος μικρός, η μάνα δε ζει κι ένα πουλάκι λαλεί
Είμαστε οι πρώτοι κι ακολουθάνε αναστημένοι χίλιοι νεκροί
νέοι καιροί ξημερώνουνε πάλι, να η φωτιά, να η ζωή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου