Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024

Ηλίας Κεφάλας - Ακινησία

Στον Ηλία Πετρόπουλο

Ήτανε σούρουπο κι όλο έλεγα να φύγω.

Μέσα στη μνήμη μου μια λίμνη γυάλιζε ακίνητη κρυσταλλωμένη.
Πίσω της έφεγγαν κυδωνιές μ’ όλα τα χρόνια μου αναμμένες.
Στοίβαζα τ’ άνθη τους ο έρημος και πέρα
το νεκρό ποτάμι ρέκαζε μ’ όλα τα κλάματα της πέστροφας στην ξέρα του.

Τότε σηκώθηκε και από τότε σηκωμένο πάντα
βλέπω ένα σπίτι να περνάει στον ορίζοντα.
Πετάει το παλιό σπιτάκι μου
με τα καλάθια του απλωμένα και τα τρύπια ρούχα.

Πού βρέθηκε, πώς σώθηκε
και μ’ όλα τα συμπράγκαλα ανεμίζει.

Πού πάει εγκαταλείποντας όλους τους εγκαταλειμμένους.
Διψάει και πού θα βρεί νερό.
Πεινάει και πού θα βρεί σταράκι για τα αμπάρια του.
Με τ’ αδειανό κελάρι τρέμει στον ορίζοντα.

Χώματα, πέτρες, σαπισμένα ξύλα πέφτουν στο κεφάλι μου.
Σκόνη από κεραμίδια. Φωνές που έμειναν.

Πηγή: Τα μνήστρα της αβύσσου, εκδ. Γαβριηλίδης 2003.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου