Όλο και συχνότερα θυμάμαι τον πατέρα
– προχωρώντας γυρίζει κανείς πάλι στην αρχή.
Κοιτάζω προσεκτικά το κρεβάτι όπου εκείνος
Σε μια στιγμή ξέχασε τα πάντα.
Υπάρχει ακόμη η φόρμα του κορμιού
το στρώμα ανεπαίσθητα
κερδίζει ύψος, λες και σηκώθηκε μόλις τώρα.
Κάθομαι ανάλαφρα σε μια άκρη
– σχεδόν δίχως να το αγγίζω:
Όλα απαράλλαχτα,
Παραλυμένα από έναν ήλιο εξοχής.
Τι ωραία απομεινάρια σκέφτομαι, τι τίποτα
ολάνθιστο κινήσεις!
Έτσι απεγνωσμένα μπαίνω στο άυλο
δωμάτιο και το αποστηθίζω τρυφερά.
Λες κι είναι μάθημα να πω το τέλος.
– προχωρώντας γυρίζει κανείς πάλι στην αρχή.
Κοιτάζω προσεκτικά το κρεβάτι όπου εκείνος
Σε μια στιγμή ξέχασε τα πάντα.
Υπάρχει ακόμη η φόρμα του κορμιού
το στρώμα ανεπαίσθητα
κερδίζει ύψος, λες και σηκώθηκε μόλις τώρα.
Κάθομαι ανάλαφρα σε μια άκρη
– σχεδόν δίχως να το αγγίζω:
Όλα απαράλλαχτα,
Παραλυμένα από έναν ήλιο εξοχής.
Τι ωραία απομεινάρια σκέφτομαι, τι τίποτα
ολάνθιστο κινήσεις!
Έτσι απεγνωσμένα μπαίνω στο άυλο
δωμάτιο και το αποστηθίζω τρυφερά.
Λες κι είναι μάθημα να πω το τέλος.
Γιάννης Τζανετάκης, Ονείρου έρως, Καστανιώτη, 1995 (Β’ έκδοση 1999)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου