1.
Περιμένουμε να πεθάνεις, όπως περιμέναμε να γεννήσεις,
τότε που ήσουν νέα.
Τα καλλίγραμμα σκέλη σου μένουν ανοικτά, μας κοιτά-
ζεις ανάσκελη με την απόκοσμη αγριάδα που βγάζουν στα
μάτια οι πόνοι των δαιμονισμένων οργάνων.
Ήξερες πως θα σηκωθείς από την κλίνη της γέννας, ξέ-
ρουμε πως δεν πρόκειται να ξανασηκωθείς.
*
37.
Περιμέναμε να πεθάνεις επί μήνες.
Όποτε άνοιγαν τα μάτια σου, χαμογελούσες.
Βούρκωνα και με κοιτούσες ευχαριστημένη.
Κάθε βδομάδα διέψευδες τις προβλέψεις.
Εμείς ελπίζαμε πως δεν θα υπήρχε άλλη ελπίδα.
Χαμογελούσες, επειδή το ήξερες ή επειδή όχι;
Είχαμε συνηθίσει πια στην ιδέα της "κακής ποιότητας ζωής".
Δεν μας πείραζε. Μας έφθαναν τα μάτια.
Άλλωστε, στη σιωπή, μόνο τα χέρια βλέπουν.
*
46.
Αγάπη μου, αγάπη μου, αγάπη μου!
Κανένα βλέμμα.
Αυτό είναι απουσία.
Ώστε περίκλειστος εγώ
κι απόμερος
ποτέ δεν ήμουν μόνος.
Όλα γυρίζουν κι έρχονται
μέσα στους τοίχους
που ζήσαμε τριάντα χρόνια.
Πώς να πεισθώ
πως δεν υπάρχεις πια
πως έσπασαν οριστικά τα φώτα;
Τι είχαν οι παλιοί
κι έχτιζαν ως να πεθάνουν
το μνήμα της αγάπης τους;
*
55.
Βήχω και πετιούνται κομματάκια φάρυγγα.
Τα μάτια μού είναι ανυπόφορα.
Δεν μπορώ να μείνω μόνος,
κανέναν δεν αντέχω.
Θέλω να σε θυμάμαι,
με ζεματάει η μνήμη.
Ο τάφος, τίποτα δικό σου,
μα είσαι μέσα.
Ποτέ σου δεν θα μάθεις ότι πέθανα.
*
56.
Αν μπορούσα να πιστέψω πάλι
σαν και τότε που 'μουνα μικρός
πως υπάρχει ένα κρεμαστό μπαλκόνι
όπου κάθεσαι και μελετάς
πως το κλάμα μου σιγά σιγά σκεπάζει
όλες μου τις αδικίες, τις βλαστήμιες, τις σιωπές.
Θα μ' αρκούσε να χαμογελάς και μόνο
όπως τότε μες στη νύχτα, ξάφνου
- μ' είχε πάρει ο ύπνος, ήσουν πάλι στην εντατική,
τηλεφώνησες και μου 'πες "σ' αγαπώ".
*
64.
Ο Μάιος ήταν ο μήνας σου.
Ιούνιος κιόλας με τα παρατεταμένα δειλινά
και τ' απρόσμενο κάλλος
που 'χουν οι κερασιές από την Ιαπωνία
σαν αγκαλιάζονται με τους κίτρινους φανοστάτες του Δήμου.
Ησυχία στ' αβέρτα δωμάτια,
ήσυχο το δασάκι της γειτονιάς μας
ήσυχο, ήσυχο και το κλάμα.
Όποιος δεν έθαψε την αγάπη του
δεν θα μάθει τι σήμαινε Θεός.
*
70.
Ιδού λοιπόν
μες στην παλιά νεκρόπολη των στίχων
το πένθος της αγάπης μου
είναι κάτι το ιδιωτικό
και μάλιστα παρωχημένο σαν τους στίχους.
Δεν κάνουν λόγο για προγόνους
και άρα ούτε για τους απογόνους,
είναι σαν να διαλέξανε την έρημο
όπου χωνεύθηκαν τα νέα
της ηδονής και της οδύνης.
Κάθομαι πάλι ανάμεσα στις πλάκες
στους κύκλους των προγόνων
και ξανακούω στη σιωπή σου
σύσσωμη την αρχαιότατη φωνή:
"Πάτριος θεός ή τίποτα".
Τίποτα, γλυκιά μου. Τίποτα
απ' όσα ξέραμε και ξέρω.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ
Μερησαήρ, Μερησαήρ...
ΕΙΡΜΟΙ ΝΕΚΡΩΣΙΜΟΙ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Μελάνι
Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Αλπογιάννη
ΜΑΪΟΣ 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου