Τρίτη 20 Μαΐου 2025

Γιάννης Ρίτσος - Στον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο


Μήτσο, το μακρινό, λυπημένο σου βλέμμα
πόσο κοντά μάς φέρνει πράγματα, τοπία, ανθρώπους,
μιαν εκκλησία, μια σκάλα, ένα σκυλί, δυο περιστέρια, ένα ποτάμι,
σπίτια καμένα που καπνίζουν ακόμη γύρω στην Αμαλιάδα,
ένα ψωμί κριθαρένιο, αφημένο στην πέτρα, ‒δεν πρόφτασε να το δαγκώ­σει ο αντάρτης‒
παλιά βιβλία μοναστηρίσια, νέες καμπάνες, ‒πόσο κοντά μας.
Το πολυδύναμο ταλέντο σου τι σιωπηλά ορυχεία έχει ανασκάψει
με το ρωμέικο, αδιάφθορο ξινάρι σου· τι κάρβουνο, τι ασήμι,
τι αχάραγο διαμάντι και χρυσάφι· και τι ασβέστη, σε δύσκολα χρόνια,
από βαθιά ασβεστοκάμινε έχεις ανεβάσει
να βάψεις πάλλευκη την πρόσοψη της νύχτας.
Α, τι δύσκολα χρόνια που ζήσαμε, Μήτσο,
βομβαρδισμένα τα καλύβια μας, πυρπολημένες οι ελιές μας,
άνθρωποι, αρνιά, γελάδες, άλογα να λιώνουν σκοτωμένα σε βουνά και σε χαράδρες,
βυζαντινά σταυρωμένα λυκόφωτα, ‒καημός στον καημό‒ καημένη Ρωμιοσύνη ‒δύσκολα χρόνια,
να περπατάμε ανάμεσα σε σκοτωμένους,
να κουβεντιάζουμε με σκοτωμένους,
να δίνουμε τον όρκο μας στους σκοτωμένους,
να δίνουμε όρκο στη ζωή πάλι και πάλι στο όνομα των σκοτωμένων αδελφών μας.
Από διωγμό σε διωγμό, από θάνατο σε θάνατο,
άνεμοι και ντουφεκισμοί· κι εσύ τα πρώτα παιδικά γραφτά σου να τα κρύβεις στο χώμα
έτσι που θάβαν οι παλιοί καπεταναίοι τα γιαταγάνια τους στο αχούρι·
κι ούτε που να προφτάσεις, Μήτσο, να χαρεί η ματιά σου
μια πεταλούδα που τρεμίζει αχνοκοιτώντας στο νερό τις δυο χρυσόστικτες κουρτίνες τών φτερών της.
Άνεμοι ξένοι, Μήτσο, σε κυνήγησαν μακριά απ’ την άγια ετούτη γη μας
κι έφυγες παίρνοντας μαζί σου μυστική συνοδεία
δυο γριές ελιές, ένα πλατάνι και το απαραίτητο, βέβαια, κυπαρίσσι,
τον ίσκιο μιας ορθόστηθης κολώνας στο χωράφι με τα κίτρινα αγκάθια
και την ανάσα μιας ελληνικής σημαίας στο μέτωπο του σκοτωμένου Ελασίτη.
Άνεμοι ξένοι, Μήτσο, σ’ έδιωξαν απ’ την πατρίδα,
μα εσύ, με την πατρίδα μέσα στην καρδιά σου, σπούδαζες τον κόσμο
από παράθυρο σε δρόμο, από βιβλίο σε βιβλίο,
από άνθρωπο σε άνθρωπο· ‒πώς πλάταινε η αδελφοσύνη.
Όμορφη συντροφιά, ‒ρωμιός εσύ, με τον Τολστόι, τον Ντοστογέφσκι,
τον Τσέχωφ, τον Γκόρκι και τον Σόλοχωφ. Ίδιος αγέρας
ανέμιζε τις χαίτες των άλογων, τις γενειάδες των σοφών και τα μαλλιά σου.
Κι η Σόνια, η Σόνια μας, που μοιραστήκατε, όπως λες, ψωμί και βιβλίο,
που μοιραστήκατε στα ποιήματα τη μέσα θέα του κόσμου,
η Σόνια πάντα πλάι σου, μαζί να κοιτάτε
τις γαλανές οροσειρές της μουσικής περίχυτες απ’ τη σελήνη του Τσαϊκόφσκι,
ή απ’ τ’ αστερόφως του Προκόφιεβ, ή απ’ τ’ αστραπόβροντα του Σοστακόβιτς,
κι έτσι να φέγγουν τα διπλά χαρτιά σας μέσα σ’ όλες τις νύχτες την καινούργια εμπιστοσύνη.
Καλώς μας ήρθες πάλι, Μήτσο, στην πατρίδα
φέρνοντας τον παλιό σου μπόγο, πολύ μεγαλύτερον τώρα,
όλόγιομον απ’ τον καημό της προσφυγιάς 30 χρόνων,
βαρύ απ’ τη γνώση της σιωπής, της καρτερίας και του ασώπαστου αγώνα,
πλούσιο απ’ τα δώρα της Μεγάλης Χώρας που σε στέγασε στα πικρότερα χρόνια της Ελλάδας.
Καλώς μας ήρθες πάλι, Μήτσο, με τ’ ωχρό χαμόγελο σου που ροδίζει,
με το βαθύ σου βλέμμα που ποτέ δεν πισωδρόμησε μπροστά στη μοίρα,
με το βαθύ σου βλέμμα πού όλο πιο βαθαίνει σκάβοντας το σκότος του καιρού μας
για ν’ αναβλύσει η κρήνη του φωτός, ν’ αναγνωρίσει ο άνθρωπος τον άν­θρωπο μες στην ειρήνη
και να πυργώσουν τα βιβλία σου ‒τόμος πάνω στον τόμο‒
μαζί με τα βιβλία των συντρόφων όπου γης, ‒να πυργώσουν
την πανανθρώπινην ελπίδα μας, την πανανθρώπινη σκέψη και πράξη.
ΑΘΗΝΑ, Κάλαμος, 24.XII.81-3.1.82

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ Αφιέρωμα στα 40 χρόνια του ΕΑΜ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ Τρίτη έκδοση συμπληρωμένη 1988 (σελ. 200-202)

Αναδημοσίευση από: https://zbabis.blogspot.com/2015/05/blog-post_95.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Χρίστος Πλακονούρης - Ξένος

Και τώρα πια είμαι ξένος,  ακόμη και στον τόπο μου πεντάξενος ξένος, τυφλό ελάφι σε φραγμένο πεδίο βολής. Που όλοι με το κορμί σου στα δόντι...