Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

Νίκος Καζαντζάκης - Σεβίλια


«Βλογημένες νά ‘ναι οι κλείδωσες των χεριών μου – που δεν είναι όλο κόκαλο σαν των αλόγων – και μπορούν να σε χαδέψουν! – Βλογημένη κι η διάφανη επιδερμίδα των χειλιών μου, – γιατί έτσι το αίμα μου βρίσκεται – πιο κοντά στο δικό σου, – όταν σε φιλώ! – Βλογημένα και τα μακριά μαλλιά σου – γιατί όταν τα σηκώνω σα φτερούγα – ο σβέρκος σου νιώθει πιο απαλά την ανάσα μου – και πιο γλυκά αναπαύεται στο μπράτσο μου – στις μακριές μας ξεκούρασες!»

Χωρίς να το θέλω, τα ερωτικά τούτα λόγια ενός φίλου μου Ισπανού ποιητή, στρατάριζαν στα χείλια μου, όταν έμπαινα στη Σεβίλια. Δεν αναστορούμαι πια αν ήταν μέρα ή νύχτα, αν ήταν ήλιος ή αν έριχνε ψιλή βροχή⸱ σα νά ‘γινα ξάφνου ροδοβάβουλας και δε θυμούμαι την πρώτη επαφή μου με τη Σεβίλια παρά μυρωδιές και χρώματα. Και χάρηκα που έλαχε να γεννηθώ σ’ ένα τόσο φανταχτερό και μυρωδάτο κόσμο.

Πώς να μπορέσει ποτέ ο άνθρωπος να υμνήσει, χωρίς κραυγή, την ομορφιά της γης; Πότε θ’ ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε το λουλούδι, το χώμα, το νερό, τη γυναίκα; Να δούμε το σώμα μας που έγινε επίτηδες για τον κόσμο, να δούμε τον κόσμο που έγινε επίτηδες για το σώμα μας, και να πούμε μ’ ευγνωμοσύνη: «Μου αρέσεις!»

Συχνά, όταν γυρίζω μόνος σε ξένες πολιτείες, με δυσκολία κρατιούμαι να μη φωνάξω. Τι νά ‘ναι ετούτη η τύχη, τι ‘ναι το θάμα ετούτο να ζεις, νά ‘σαι γερός, να διψάς, να πίνεις νερός και να δροσερεύεις ως τη φτέρνα, να πεινάς, να τρως ένα κομμάτι ψωμί και να νιώθεις τα κόκαλά σου να τρίζουν από αναγάλλια; Και πώς έλαχε νά ‘ναι τόσο σφιχτοπλεμένη, τόσο σοφιλιασμένη η ηδονή με την ανάγκη;

Κάθουμαι σε μιαν πέτρα, απόξω από το αραβίτικο παλάτι, το ξακουσμένο Αλκάθαρ. Ήλιος γλυκός, η Σεβίλια ξύπνησε, σβουρίζει σα μελισσοκόφινο, μυρίζουν τα περβόλια, είναι ακόμα πρωί κι οι πόρτες του παλατιού δεν άνοιξαν. Κοιτάζω τα χέρια μου πλημμυρισμένα πρωινόν ήλιο – σα να κρατούν ένα χρυσό βιολί. Αγγίζω το κεφάλι μου, και μου φαίνεται σαν την κιβωτό που πλέει απάνω στο χάος και νά ‘χουν καταφύγει μέσα της για να σωθούν όλα τα ζώα και τα πουλιά κι οι θεοί. Κι αμίλητα βλογούσα και μακάριζα, το πρωί εκείνο, τις πέντε μου αίστησες…

 

Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας, Ισπανία, Εκδόσεις Καζαντζάκη, 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Edouard Vuillard - Τhe Window