Κυριακή 18 Μαΐου 2025

Για τον Μανόλη Αναγνωστάκη

 Δήλωση του κριτικού Δημήτρη Ραυτόπουλου στην ΕΡΤ

Ηταν δύσκολο να είσαι ποιητής τον καιρό του εμφυλίου. Το να είσαι ποιητής ενταγμένος στην Αριστερά ήταν πια σχεδόν αδύνατο. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης έγινε όντως ποιητής μέσα στην καρδιά του εικοστού Μεσαίωνα. Το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Κάπου εκεί διαγράφηκε και από το κόμμα του ως αιρετικός -μάλλον το κόμμα εκείνο διαγράφτηκε από την ποίηση.

Ποίηση της νεότητας, αντίσταση στον σύγχρονο Μεσαίωνα, αντίσταση στον εν ζωή θάνατο και στο θάνατο του έρωτα ήταν και παρέμεινε ο ποιητικός λόγος του Αναγνωστάκη. Ονομάστηκε "Ποίηση της ήττας" αυτό το μεγάλο νεανικό ρεύμα που άνοιξε ο Μανόλης παράλληλα με τον Αρη Αλεξάνδρου και το τροφοδότησαν στη συνέχεια οι νέοι τότε ποιητές Μιχ. Κατσαρός, Δημ. Δούκαρης, Τάσος Λειβαδίτης, Βύρωνας Λεοντάρης, Τίτος Πατρίκιος, Θαν. Κωσταβάρας κ.ά. Η αλήθεια είναι ότι η λεγόμενη "ποίηση της ήττας" αντίστρεψε τη σοβούσα τότε ήττα της ποίησης...

Το κριτικό έργο που συμπληρώνει την ποίησή του είναι κι αυτό μέσα στην ίδια κατεύθυνση, αντίσταση απέναντι στον δογματισμό και στον κομφορμισμό.

Θέλω ν' αποχαιρετήσω τον Μανόλη με τους δικούς του στίχους, της θυσιασμένη και αθάνατης νεότητας:

"Μ' αν πρέπει τώρα να πεθάνουμε, το ξέρεις

Πρέπει γιατί αύριο δε θα 'μαστε πια νέοι"».

ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΓΑΡΑΣ

Ο στοχαστικός λόγος του Mανόλη Aναγνωστάκη

Τον Μάιο του '89 ο Μανόλης Αναγνωστάκης είχε ταξιδέψει στην Πάτρα. Με τη μεσολάβηση μιας κοινής μας φίλης, δέχτηκε να συζητήσουμε σε κάποιον από τους νεοσύστατους σταθμούς της ελεύθερης, τότε, ραδιοφωνίας. H εκπομπή εκείνη - πέρα από τα θέματα που αφορούσαν τους λόγους της σιωπής του, τα σύγχρονα λογοτεχνικά πράγματα ή παρατηρήσεις του πάνω στην ποίηση του Ελύτη, του Σεφέρη, του Λειβαδίτη - εξελίχθηκε σε μια κουβέντα γενικότερου ενδιαφέροντος. Μεταφέρω εδώ, εις μνήμην, κάποια απομαγνητοφωνημένα αποσπάσματα από τον στοχαστικό του λόγο.

«[...] Όλοι, και κόμματα και άνθρωποι και φορείς, όλοι συμφωνούν για ελευθερία, δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη [και] να αλλάξει ο άνθρωπος. Το θέμα είναι ποιοι τα πιστεύουν, ποιοι μπορούν να τα πραγματοποιήσουν και ποιοι είναι συνεπείς ώς το τέλος σ' αυτά τα ιδανικά και σ' αυτές τις αρχές. Εκεί είναι η δυσκολία. Εγώ δεν πιστεύω πια ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν ριζικά ή, τουλάχιστον, ότι είναι θέμα της δικής μου γενιάς. Ίσως είναι θέμα των επόμενων γενιών. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να αλλάξει η φύση του ανθρώπου. Και αυτό το γεγονός το έχουμε υποτιμήσει. Έχουμε πιστέψει δηλαδή ότι μπορεί να μεταβληθεί η ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία, όταν αλλάξουν ορισμένες εξωτερικές συνθήκες. Αλλά αυτό δεν είναι τόσο εύκολο. Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια έξαρση του εθνικισμού και του θρησκευτικού πάθους. Είναι κάτι το αδιανόητο για την προηγούμενη γενιά, η οποία κατά κάποιο τρόπο νόμιζε ότι τέτοια φαινόμενα ανήκουν πια στην ιστορία. Και όμως, αναπτύσσονται και πάλι θρησκευτικά κινήματα τρομαχτικά, με δραστηριότητες και με αποτελέσματα πολύ σοβαρότερα από τα κοινωνικά κινήματα. Βλέπουμε εθνικιστικές εξεγέρσεις, όταν κανείς θα νόμιζε ότι αυτά τα πράγματα έχουν σβήσει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. Κι όμως, υπάρχουν. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να αλλάξει ο ψυχισμός του ανθρώπου και να επέλθει μέσα του μια μεταβολή. Ναι, είναι πολύ δύσκολο. Προσπαθούμε όμως.

Με ρωτήσατε ποια είναι η βασική αρχή που διέπει τη δική μου ζωή. Πιστεύω στην ελευθερία του ανθρώπου. Ότι κάθε άνθρωπος πρέπει να είναι ελεύθερος να μιλάει και να πράττει διαφορετικά, χωρίς όμως να προσβάλλει την ελευθερία του άλλου. Πολλοί τηρούμε το πρώτο σκέλος αυτής της αρχής. Διεκδικούμε και κατακτούμε τα δικαιώματά μας, ενώ παραβλέπουμε ή θίγουμε τα δικαιώματα κάποιου άλλου. [...] Λοιπόν, για μένα, φασιστικό είναι ένα πράγμα: το να ταπεινώνεις τον άλλον. Δεν είναι μόνο ο βασανιστής που ταπεινώνει το θύμα του, αλλά και εκείνος που επωφελείται από κάποια θέση την οποία κατέχει, ( είτε επειδή είναι περισσότερο μορφωμένος είτε είναι κοινωνικά ανώτερος είτε επειδή εν πάση περιπτώσει έχει κάποια εξουσία) και ταπεινώνει ή εξευτελίζει τον συνάνθρωπό του. Αυτό είναι η αρχή του φασισμού και συμβαίνει παντού, δυστυχώς. Και εμείς οι ίδιοι το κάνουμε, σε κάποια στιγμή της ζωής μας, χωρίς πολλές φορές να το καταλαβαίνουμε, όταν βρεθούμε έχοντας κάποιο ψίχουλο εξουσίας απάνω σε κάποιον, στο παιδί μας για παράδειγμα [...]».

O Κώστας Λογαράς είναι φιλόλογος - συγγραφέας

ΤΑ ΝΕΑ , 28/06/2005 , Σελ.: P24

KHΔEIA M. ANAΓNΩΣTAKH

H ειρωνεία και οι εκκωφαντικές απουσίες

ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ

Με τα ποιήματά του ο Μανόλης Αναγνωστάκης έδειξε «το από μέσα της ιστορίας», έγραφε προχθές ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος. Έδειξε (και) την ειρωνεία της. Αυτή η ειρωνεία ήταν παρούσα χθες στην κηδεία του, που συσπείρωσε τους πρώην και τους νυν της Ανανεωτικής Αριστεράς, τους κορυφαίους ποιητές και τους δημιουργικότερους Θεσσαλονικείς. Πώς να μη θυμηθείς τα καυστικά του σχόλια κι αυτό το «προπαντός όχι αυταπάτες», μπροστά στα λευκά στεφάνια (ακόμα και αυτό της Εταιρείας Συγγραφέων) που τον μνημόνευαν γράφοντας το όνομά του με ένα ολοστρόγγυλο «Ω» ή όταν άκουγες να τον αποχαιρετά (αυτόν που υπήρξε εξ αρχής αντιδογματικός), ένας πρώην «ορθόδοξος», ο Αλέκος Αλαβάνος, ή ακόμα, όταν έβλεπες να απουσιάζει εκκωφαντικά η ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού (η Χρυσή Καρύδη και ο Νικήτας Κακλαμάνης κράτησαν τα προσχήματα εκπροσώπησης της N.Δ.), παρ' ότι ο Πρωθυπουργός έσπευδε να φωτογραφηθεί στο Σκοπευτήριο Καισαριανής...

Ο θάνατος του Αναγνωστάκη σφραγίζει το τέλος μιας εποχής σημαδεμένης από το αντιστασιακό ήθος, όμως από την άλλη, όπως έλεγε χθες ο Τίτος Πατρίκιος, η ποίησή του, που εξέφρασε τις πιο ταραγμένες μεταπολεμικές εποχές, «κατόρθωσε να τις κρατά ζωντανές στο διαρκώς μεταβαλλόμενο παρόν μας». Ήταν ο πρώτος τη τάξει πολίτης - ποιητής, είπε απ' την πλευρά του και ο Γιάννης Δάλλας, «ανανέωσε την ποίηση ως γλώσσα και ως νόημα: Την απελευθέρωσε από τα αρχαία ερείπια και τις γαλάζιες αιθρίες» (σ.σ.: του Σεφέρη και του Ελύτη με την προσέγγιση των οποίων διαφωνούσε ο Αναγνωστάκης). Από την πλευρά του ΣΥΝ ο Αλέκος Αλαβάνος θυμήθηκε την εποχή που από «την άλλη όχθη» αντιμετώπιζε την ποίηση ως λεπτομέρεια(!) και θύμισε την υποθήκη που άφησε ο Αναγνωστάκης μιλώντας παραμονές των εκλογών για «ενότητα της Αριστεράς». Αποχαιρετισμούς απηύθυναν ακόμη επιζώντες ΕΠΟΝίτες και εκπρόσωπος της «Αυγής». Ένα μεγάλο χειροκρότημα υποδέχθηκε τη σορό στο προαύλιο του A' Νεκροταφείου, όπου από νωρίς χθες είχε αρχίσει λαϊκό προσκύνημα.

Το πιο ξεχωριστό στεφάνι στη μνήμη του ήταν αυτό που του έστειλε ο Παναθηναϊκός, χαιρετίζοντας «τον φίλαθλο» (παρ' ότι ο Αναγνωστάκης, γνωστός ποδοσφαιρόφιλος, ήταν οπαδός του Απόλλωνα Καλαμαριάς). Στεφάνια έστειλαν οι κ.κ. K. Καραμανλής, Γ. Παπανδρέου, Ντόρα Μπακογιάννη κ.ά., ενώ στο A' Νεκροταφείο συναντήθηκαν από τον Αργυρίου, τον Μαρωνίτη και τον Βαγενά, τη Δημουλά, τη Γαλανάκη, τη Δούκα, την Καρυστιάνη, τη Ζέη, τον Παπαβασιλείου ή τον Σαββόπουλο ώς τον Λ. Κύρκο, τον Κωνσταντόπουλο, τον Βενιζέλο, τον Χυτήρη και τη Δαμανάκη, που στάθηκαν κοντά στη Νόρα, στον Ανέστη και στη Λούλα Αναγνωστάκη, καθώς και στα ανίψια Θανάση Χειμωνά και Εύη Δρούτσα.

ΤΑ ΝΕΑ , 28/06/2005 , Σελ.: P22

Eπιτάφια ποίηση του Mανόλη Aναγνωστάκη

Δύο ποιήματα με τον τίτλο «Eπιτύμβιον», ένα «Eπιτάφιον» και δύο «Eπίλογοι», και ο σαρκαστικός κόσμος τους

Tου Παντελη Mπουκαλα

Oλιγογράφος ποιητής υπήρξε ο Mανόλης Aναγνωστάκης, και τη σιωπή του την αποφάσισε αρκετά νωρίς. Ξανακοιτώντας στο τριμμένο βιβλίο τα περιεχόμενα με τους τίτλους των συλλογών και των ποιημάτων του, έχει να προσέξει κανείς ότι δύο από τα ευαρίθμητα ποιήματά του έχουν τον τίτλο «Eπιτύμβιον» και ένα τον σχεδόν ομόφωνο τίτλο «Eπιτάφιον». Tο γεγονός δεν είναι ασήμαντο, είτε συσχετιστεί με την απουσία ή την αραιότερη παρουσία ανάλογων τίτλων στο εκτενέστερο έργο άλλων ποιητών είτε όχι· η επιλογή αυτή διαυγάζεται περισσότερο αν συνδυαστεί με την ύπαρξη δύο επιπλέον ποιημάτων που, με τον τίτλο «Eπίλογος» και τα δύο, ηχούν σαν επιτύμβια επιγράμματα αφιερωμένα όχι πια σε ένα πρόσωπο, συγκεκριμένο ή αόριστο, αλλά σε μια γενιά ή και σε μια τέχνη, την τέχνη της ποίησης συγκεκριμένα, υποδηλώνοντας και κάποιους από τους λόγους που υπαγόρευσαν στον ποιητή τη σιωπή. O πρώτος «Eπίλογος» κλείνει τη συλλογή «Eποχές 3» του 1951 («Oι στίχοι αυτοί μπορεί και να ναι οι τελευταίοι / Oι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν / Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια...»), ο δεύτερος ολοκληρώνει τον «Στόχο» («Kι όχι αυταπάτες προπαντός. [...] Eστω. / Aνάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Kρίνε για να κριθείς»). Πασίγνωστοι και οι δύο, θα σημαδεύουν εσαεί το σώμα της νεοελληνικής ποίησης.

Tα ποιήματα που προγραμματίζονται υπό τον τίτλο του Eπιτυμβίου και ανακαλούν παραδεδομένα σχήματα για να τα αναδιευθετήσουν ή και να τα ανασκευάσουν, υποδεικνύουν το προφανές αφενός, την πρώιμη εξοικείωση με το θάνατο, και, αφετέρου, στο επίπεδο της ποιητικής τεχνικής, την τάση του Mανόλη Aναγνωστάκη προς την επιγραμματική σύνταξη που παραμερίζει με τη λιτότητά της τον αισθηματισμό και τη συνοδευτική του πληθωρική ρητορική. Eνα τρίτο στοιχείο που φανερώνει ο μικρόκοσμος αυτός είναι η διπλή, αλλά όχι διχασμένη ποιητική φύση του Aναγνωστάκη, που παραμένει σαρκαστής μαζί και λυρικός, και οπωσδήποτε μη δραματικός, ακόμα κι όταν καταγίνεται με το μείζον γεγονός του θανάτου.

Tο «Eπιτάφιον» απαντά ήδη στις «Eποχές», την πρώτη συλλογή του Aναγνωστάκη, που γράφτηκε από το 1941 μέχρι το 1944, σε χρόνια βαριά, και τυπώθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1945, όταν δηλαδή ο ποιητής ήταν είκοσι ετών. Tο απαρτίζουν πέντε στίχοι όλοι κι όλοι (μόλις ένας στίχος παραπάνω από τους τέσσερις που έθετε ο Πλάτων στους «Nόμους» του ως όριο για το εγκώμιο ενός νεκρού). Tους θυμίζω: «Eδώ αναπαύεται / H μόνη ανάπαυση της ζωής του. / H μόνη του στερνή ικανοποίηση / να κείτεται μαζί με τους αφέντες του / Στην ίδια κρύα γη, στον ίδιο τόπο».

Aναφερόμενος στο ποίημα αυτό ο Bιντσέντζο Oρσίνα (στο βιβλίο του «O Στόχος και η σιωπή Eισαγωγή στην ποίηση του M. Aναγνωστάκη», πρόλογος-επιμέλεια Aλέξη Zήρα, μτφρ. Aυγής Kαλογιάνη, εκδ. «Nεφέλη» 1995) σημειώνει ότι αποτελεί «την ποιητική εισφορά του Aναγνωστάκη στον κοινό αγώνα και μάλιστα στον αγώνα των τάξεων», «μια περιστασιακή εισφορά που δεν πείθει στο ελάχιστο, κρύα και μαρμάρινη στη μικρή πνοή της». Aπό την πλευρά του ο Aλέξανδρος Aργυρίου σημείωνε στο περιοδικό «H λέξη» το 1982 (βλ. τώρα το βιβλίο του «Mανόλης Aναγνωστάκης, νοούμενα και υπονοούμενα της ποίησής του», εκδ. Γαβριηλίδη, 2004): «Ωστόσο, ενώ δυσκολεύομαι να καθορίσω το πραγματικό αντίκρισμα που έχει μέσα στο επίγραμμα αυτό η λέξη "αφέντες", όχι την ώρα που δημοσιεύεται, αλλά την ώρα που γράφεται το ποίημα, και το χρώμα που παίρνει μέσα στα συμφραζόμενά του (ο όρος εδώ με την έννοια της συγχρονίας των άλλων ποιημάτων), τολμώ να υποστηρίξω ότι δεν έχει κοινωνικό βάρος ακόμα η λέξη "αφέντες", και συνεπώς δεν έχει επέλθει μεταβολή του ποιητικού χώρου του Aναγνωστάκη ούτε και με το ποίημα αυτό».

Kάπως έτσι ακούω κι εγώ το συγκεκριμένο επίγραμμα: όχι κοινωνικά ή πολιτικά υπερπροσδιορισμένο (άρα και περιορισμένο), με τη λέξη «αφέντες» δηλαδή αντλημένη από το αριστερό λεξιλόγιο, κάπως σαν δήλωση πολιτικής ταυτότητας, αλλά με ευρύτερο και ωριμότερο ανθρωπολογικό περιεχόμενο. Aυτό που ζωγραφίζεται εδώ, κάτω από το χώμα, είναι η αταξική δημοκρατία του θανάτου, ίσως η μόνη υπαρκτή. Eίτε αυθόρμητα λοιπόν είτε εσκεμμένα, το «Eπιτάφιον» του Aναγνωστάκη, υιοθετώντας έναν κοινό ποιητικό τόπο και συμμεριζόμενο ένα πάνδημο αίσθημα, εγγράφεται σε μια μακρότατη ποιητική παράδοση η οποία (παρηγορώντας και αποκαρδιώνοντας ταυτόχρονα) καταλήγει, ύστερα από αμέτρητες επεξεργασίες, στο «τούτη η γης που την πατούμε, όλοι μέσα θενά μπούμε»» Στην παράδοση αυτή ο Kάτω Kόσμος είναι η επικράτεια της πλήρους και τελεσίδικης εξίσωσης των πάντων.

Yποδειγματικά έχουν ιστορηθεί όλα τούτα στη Nέκυια της ομηρικής «Oδύσσειας». Eκεί ο νεκρός Aχιλλέας αρνείται όσα παρηγορητικά του λέει ο Oδυσσέας και του απαντά ότι θα προτιμούσε να ζει και να ξενοδουλεύει υπηρετώντας κάποιον όχι και πολύ σπουδαίο, παρά να βασιλεύει στον Aδη («ή πάσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ανάσσειν»). Δυο αιώνες αργότερα ο ποιητής Φωκυλίδης από τη Mίλητο αναπαράγει το ίδιο συμπέρασμα, πως οι νεκροί όλοι είναι ίσιοι κι ο τόπος τους κοινός, είτε βασιλιάδες ήταν είτε πένητες: «Πάντες ίσοι νέκυες, ψυχών δε θεός βασιλεύει. / Kοινός χώρος άπασι, πένησί τε και βασιλεύσι». Tο ίδιο πόρισμα, τόσο αυτονόητο αλλά και τόσο παιδαγωγικό, το ανασυντάσσουν αρκετά επιτύμβια επιγράμματα της «Παλατινής Aνθολογίας» είτε ανωνύμων είναι είτε γνωστών ποιητών («Oσο εζούσε, ο δούλος Mάνης ήταν. Πέθανε τώρα, / κι η δύναμή του με του Δαρείου του μεγάλου εξισώθηκε» γράφει η Aνύτη η Λυρική), για να κατασταλάξει στα δημοτικά μοιρολόγια: «Kι ο βασιλές ακόμα κει με όλους μας είν ίσια».

Σ αυτή λοιπόν την ακολουθία προσθέτει τον κρίκο του ο Aναγνωστάκης. Kαι σε μια άλλη ακολουθία, λογοτεχνική αυτή παρά δημοτική, των επιτυμβίων επιγραμμάτων που οργανώνονται με την πρόθεση του σκώμματος και του σαρκασμού, εντάσσεται με το τελευταίο και διασημότερο «Eπιτύμβιόν» του. Mιλώ για το περί Λαυρέντη ποίημα του καίριου «Στόχου», της ύστατης συλλογής του, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας δημοσιεύτηκε το 1970 στα υψηλού αντιστασιακού φρονήματος «Δεκαοχτώ Kείμενα». Tο πόσο δικαιωμένο είναι αυτό το ποίημα το πιστοποιεί η συχνότητα με την οποία ανεβαίνει αυθόρμητα στην άκρη της γλώσσας μας ο παροιμιώδης πλέον στίχος «A ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ξερα τι κάθαρμα ήσουν» κάθε φορά που, υπό την καθοδήγηση του δόγματος «ο νεκρός δεδικαίωται» και της εγγενούς υποκρισίας του, ακούμε τους επίσημους ρήτορες να ξοδεύουν το επιπόλαιο αίσθημά τους σε δοξαστικούς επικήδειους για ανθρώπους ασήμαντους ή και αχρείους.

Σε τούτο το χλευαστικό «Eπιτύμβιον» ο Aναγνωστάκης αναποδογυρίζει τα δεδομένα, τα αντιστρέφει (άλλωστε υπήρξε μάστορας της αντιστροφής, αν θυμηθούμε και τα τυπικώς «θεολογικά» ποιήματά του, «Tο Δείπνο», λόγου χάρη, το «Eπρεπε...» ή τους τελευταίους στίχους του «Mιλώ...»). Λογοτεχνικούς προδρόμους του μπορεί να βρει κανείς, και πάλι, σε αρχαία επιτύμβια επιγράμματα που διόλου δεν νοιάζονται για τον καθωσπρεπισμό και την «ιερότητα της στιγμής» αλλά καταθέτουν απερίστροφη την επιθετικότητά τους. Tέτοιο είναι, ας πούμε, ένα σαρκαστικό επιτύμβιο του Σιμωνίδη του Kείου για τον Tιμοκρέοντα τον Pόδιο, ποιητή που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του λόγω των φιλοπερσικών αισθημάτων του («Πολύ ήπια, πολύ έφαγα, πολλά κακά για τους ανθρώπους είπα. / Kαι τώρα κείμαι, Tιμοκρέων ο Pόδιος»), ή τα επιτύμβια με τα οποία διάφοροι ποιητές, του Kαλλίμαχου συμπεριλαμβανομένου, ξαπόστειλαν σε μιαν ανεπιθύμητη αθανασία τον διαβόητο μισάνθρωπο Tίμωνα τον Aθηναίο.

Tο ενδιάμεσο «Eπιτύμβιον» είναι το δεύτερο ποίημα των «Παρενθέσεων», που γράφτηκαν στα χρόνια 1948-49. Tο 1948 ο Aναγνωστάκης βρισκόταν ήδη στη φυλακή λόγω της κομμουνιστικής δράσης του, τον δε Oκτώβριο του ίδιου έτους καταδικάστηκε σε θάνατο. Aπό το Kομμουνιστικό Kόμμα πάντως είχε διαγραφεί ήδη από την άνοιξη του 1946, σαν «τροτσκιστής, οπορτουνιστής και ηττοπαθής»· όπως γράφτηκε αρκετά αργότερα από τον Kωστή Mοσκώφ, τον είχε διαβρώσει ο πεσιμισμός και δεν άντεξε «να κρατήσει τα βάρη των εποχών» ποιος, αυτός που δεν φανέρωσε καν στη δίκη του πως είχε διαγραφεί. Iσως λοιπόν δεν είναι εντελώς αυθαίρετο να θεωρηθεί ότι το «Eπιτύμβιον» αυτό, μ ένα σαρκασμό που τρώει τη σάρκα και την ψυχή του ίδιου του ποιητή, έχει τον τόνο της αυτοπροσωπογραφίας. Aυτός που «χειρονομούσε με κινήσεις ανέλπιδες» και «καλλιεργούσε με σύνεση μαραμένα τριαντάφυλλα», «ο τελευταίος, αναντίρρητα, μιας παρακμής», μπορεί και να ναι ο Aναγνωστάκης όπως απαξιωτικά τον παράσταινε ο δογματισμός, ανίκανος να εννοήσει και να αποδεχτεί το βαρύτατο ηθικό και πολιτικό μήνυμα του ποιητή της «όρθιας λέξης» και της «όρθιας Πράξης».

Πηγή: www.ekathimerini.gr


Ο σιωπηλός Αναγνωστάκης

Του ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΛΗΝΑΙΟΥ

Θα γραφτούν πολλά και θα ειπωθούν πολλά για το έργο και την προσωπικότητα του Μανόλη Αναγνωστάκη.

Ισως αργότερα, μάλιστα κι αυτοί ακόμη που, ηθελημένα ή αθέλητα, τον ανάγκασαν στη μακρόχρονη σιωπή του, να εξαντλήσουν όλο το μεγαλόστομο λεξιλόγιό τους.

Δεν πειράζει... Η ποίηση έχει μεγάλη καρδιά...

Εμείς οι φίλοι του, θα περιοριστούμε σε ένα μικρό, πικρό αποχαιρετισμό, στον δικό μας τον Μανόλη.

Με μια απλή αναφορά σε μια, άγνωστη ίσως στους πολλούς, πολυσήμαντη πράξη του, που δείχνει την απόλυτη ιδεολογική του συνέπεια.

Στα χρόνια της δικτατορίας, κάποιοι πονηροί τον έπεισαν να δεχτεί επιχορήγηση από τη διαβόητη FORD. Οταν όμως πληροφορήθηκε τους ύπουλους στόχους αυτού του «δώρου», όχι μόνο την επέστρεψε αλλά και κατήγγειλε ανοιχτά τους πονηρούς «φίλους» του...

Εφυγε ένας έντιμος ποιητής... Ενα σπάνιο σημείο αναφοράς... Που, όπως μας έλεγε τα τελευταία χρόνια, «...στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας, δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο παρά να σιωπήσω...».

Είναι γεγονός ότι προσπάθησε να παλέψει, θέλησε πολλές φορές να ξαναγράψει ένα καινούργιο «Μιλώ...» αλλά δεν το άντεξε... Ενιωθε κάθε φορά μιαν ανείπωτη αηδία γι' αυτό το πανάθλιο και παντοδύναμο «σύστημα», που το γνώριζε πάρα πολύ καλά, αυτό ακριβώς που τον ανάγκασε στην οδυνηρή σιωπή του.

Εφυγε ένα από τα ελάχιστα παραδείγματα για μίμηση, που υπήρχαν σ' αυτό τον τόπο...

Και απέμειναν, ευτυχώς, ακόμη μερικοί που αρνούνται να σιωπήσουν, δηλαδή να αυτοκτονήσουν...

Με τον μόνιμο κίνδυνο, βέβαια, να περιθωριοποιηθούν, να γελοιοποιηθούν ή να αλλοιωθούν κι αυτοί...

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 28/06/2005

Ο ποιητής ... Μανόλης Αναγνωστάκης ... και ο πολίτης

η κατηγορία των ποιητών που προτάθηκε και επικράτησε να ταξινομείται ως πρώτη (χρονικά) μεταπολεμική γενιά, περιλαμβάνει περίπου πενήντα μέλη, αν λογαριάσουμε μια προ τριακονταετίας έκδοση που τους επέλεγε και -με μη κατονομαζόμενες επιλογές- τους αξιολογούσε. Ωστόσο μια πρώιμη του 1955, αν θυμάμαι ακριβώς, υπογράμμιση πέντε- έξι εξ αυτών («από των στρατιωτών το πλήθος, το σωρό»-μιλώ με καβαφική διάλεκτο) έφερε τα άνω-κάτω και κόντεψε να πέσει ο ουρανός επάνω σε εκείνον που την τόλμησε. Από εκείνο το κείμενο -«χαμένο στις παράγραφες της Ιστορίας», λέει ένας ποιητής- αντλώ για την περίσταση τα ακόλουθα ονόματα που επισήμανε: Δημ. Παπαδίτσας, Μιλτ. Σαχτούρης, Μαν. Αναγνωστάκης, Νικ. Καρούζος· αργότερα επισήμανε άλλους τρεις-τέσσερις. Αν κρίνω από το κλίμα που επικρατεί σήμερα και εκφράζεται από νεότερους κριτικούς, η επιλογή εκείνη και με την προοπτική του χρόνου που έχουμε φαίνεται να επαληθεύεται.

Προφανώς ο χρόνος ανέδειξε την ποιότητα του έργου τους, κανένας μηχανισμός δεν τους πρόβαλε -πόσοι ενδιαφέρονται για την ποίηση- και κανένας τους δεν έχει υπερεκτιμηθεί· αν κάποιος το ισχυριστεί κάνει «υπέρογκο» λάθος- μιλώ τη διάλεκτο του Σεφέρη.

Τα λάθη είναι μέσα στο παιχνίδι, αλλά όταν χρεώνονται σε έναν κριτικό δεν μειώνουν την αξία του ως στοχαστή που κρίνει με την ευρύτατη παιδεία του, θέτουν όμως ερώτημα για το βαθμό της ευαισθησίας του. Και όταν μιλάμε για το φαινομενικά απροσδιόριστο όρο «ευαισθησία» δεν χρειάζεται να επικαλεστούμε το λεχθέν από σοφό λόγιο «υπάρχουν πράγματα αισθητά που δεν είναι μετρητά», διότι οι αξιολογήσεις ενός κριτικού με τον καιρό δείχνουν είτε ότι αληθεύουν είτε περιπίπτουν σε τιμητική αφάνεια. Με άλλα λόγια και με συνοπτικές διατυπώσεις, ο κριτικός με τις επιλογές του παίζει το κεφάλι του. Μόνο που δεν το χάνει εν ζωή γιατί η δικαίωση -σαν τη συγγνώμη που- έρχεται αργά. Θα είχε κανείς πολλά ράμματα για τη γούνα των κριτικών αίφνης του Μεσοπολέμου -για να πάμε σε απυρόβλητη ζώνη- αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ισχυρίζομαι ωστόσο, ότι κάποια λάθη κριτικής μάς παίζουν άσχημο παιχνίδι, καθώς έχουν καταστεί μύθοι.

Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η μεταπολεμική γενιά σκόνταψε στη συμπαθητική αν-αισθησία (της) του Αλκη Θρύλου και στην αδιαφορία του Αντρέα Καραντώνη που τότε είχε αναλάβει υψηλά (εθνικά) καθήκοντα. Ο πρώτος (χρονικά) από τους νέους ποιητές που προσέχθηκε από πρωτοεμφανιζόμενους κριτές ήταν ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Η σύναξη ποιημάτων του (Οκτώβριος 1945) είχε τον ενδεικτικό τίτλο Εποχές, με ποιήματα (1941-1945) που μπορούσε κανείς να τα μοιράσει σε δύο κατηγορίες. Τα πολύ νεανικά και τα σχετικά ωριμότερα. Ολα όμως φανέρωναν μια κατακτημένη ποιητική παιδεία, κυρίως τότε γαλλικής προέλευσης, με απόκλιση στα μοντερνίζοντα. (Απτή ένδειξη, το 1944 μεταφράζει τρία ποιήματα του Απολινέρ -νονού του surrealisme.) Ωστόσο η μαθητεία του σε καλούς δασκάλους φαινόταν να μην έλκεται από σχολές ή άλλης λογής προστασίες/επιρροές. Θετικό γενικώς στοιχείο, μόνο για την περίπτωση που δεν είναι αποτέλεσμα αδυναμίας των διακρίσεων. Ομως εδώ διαπιστωνόταν ότι ο λόγος είχε τη δική του κατεργασία της ύλης. Αλλωστε -για να έρθουμε στο άλλο πεδίο- στη μετα-κατοχική εποχή που η αντίσταση διατηρούσε τα ανεξόφλητα δικαιώματά της, καταπατημένα στο όνομα ηλίθιων λαθών -ή αν νομίζετε λαθών ηλιθίων- η διέξοδος που εκφράστηκε με τη λεγόμενη αντιστασιακή λογοτεχνία, απέδωσε πενιχρά αποτελέσματα. Το ένα και μόνο ποίημα των Εποχών που μπορεί να καταλογιστεί ως αντιστασιακό, η διαπλοκή του ηρωικού με το πένθιμο, δρα τόσο διακριτικά και αποστασιοποιημένα, ώστε το «επικαιρικό φρόνημα» καθώς υπονομεύεται -με επίπλαστη σοφία- διασώζεται χάρη στην αυθεντικότητα ανάδειξης ενός πνεύματος απαλλαγμένου ψευδαισθήσεων.

Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο τίτλος «εποχές» δεν δόθηκε συμπτωματικά, αφού επιβεβαιώνεται και μέσα από την ύλη της συλλογής στην οποία αφθονούν οι χρονολογίες. Ενδεικτικά: οι δύο πρώτες συγκεκριμένες: «Χειμώνας 1942» και «13.12.43» και ενδιάμεσα ο έμμεσος τρόπος: «Απροσδιόριστη χρονολογία». Να θυμίσω ότι η πρώτη δημοσίευση ποιήματος του νεαρού Αναγνωστάκη σε λογοτεχνικό περιοδικό του κέντρου είχε τίτλο τις χρονολογίες «1870-1942» οι οποίες υπονοούσαν τη διαφορά κλίματος (νοοτροπίας) της εποχής των τελευταίων ρομαντικών ποιητών -1870- Δημ. Παπαρρηγόπουλου και Σπυρ. Βασιλειάδη (που έλαμψαν στο ποιητικό στερέωμα: στα 1863-1873, κατά Παλαμά) και της σύγχρονης -1942- πλην ανελέητης πραγματικότητας.

Αν έκτοτε στην ποίηση του Αναγνωστάκη δεν ανιχνεύεται κανενός είδους στράτευση, οι Εποχές είναι διάστικτες από τα ίχνη της κατοχικής περιόδου μέσα από τα οποία τίποτε από τυχόν άμεσο περιστατικό δεν εντοπίζουμε, αν έχουμε λόγο ως μάρτυρες των ίδιων συνθηκών. Συγκεκριμένα: δεν εντοπίζονται περιστατικά αλλά καταστάσεις. Με συνέπεια το χρονικό υποκείμενο να έχει αναλάβει διαχρονική υπόσταση και ο ποιητικός λόγος να εκπληρώνει τις λειτουργικές του υποχρεώσεις.

Αν επέμεινα τόσο στα πρώτα ποιήματα του Αναγνωστάκη, είναι, γιατί όταν εκδίδονται σε βιβλίο, ο ποιητής μόλις έχει συμπληρώσει τη δεύτερη δεκαετία της ζωής του, που συνεπάγεται -αν πιστεύουμε ότι ο ποιητής δεν γίνεται αλλά γεννιέται- ότι η νεανική αφέλεια που τυχόν του καταλογιστεί κερδίζει τελικά το στοίχημα της γνησιότητας μεταφρασμένης ως αθωότητας. Δεδομένο ότι ο ποιητής είναι παρών, ενώ ο συγγραφέας δεν έχει ακόμη κατασκευάσει τα προσωπεία του, έτσι που να μπορούμε να αντλήσουμε τις αυθεντικές πηγές του και τα χαρακτηρολογικά του γνωρίσματα.

Πόρισμα. Από την πρώτη του φάση το ύφος Αναγνωστάκη μάς έχει δώσει ικανά δείγματα γραφής, ώστε όταν μεταβούμε στις Εποχές, 2, με ύλη των ετών 1946-1948 (έχουμε μπει για τα καλά στον Εμφύλιο), το κλίμα που αναδύεται, να έχει αλλάξει αισθητά. Αν μιλούσαμε πριν για νεανική περίοδο, τώρα η πρώιμη ωριμότητα φορτίζεται από «ναυαγισμένα όνειρα». Στα ποιήματα της δεύτερης αυτής σύναξης -εποχής δύσκολων καιρών- ο ποιητής φαίνεται να έχει εισπράξει το δίδαγμα του αργοβάδιστου ασθματικού ρυθμού του Σεφέρη -επιβλητικού δασκάλου τότε για υποψιασμένους μαθητές- μεταλλάσσοντάς του τα δεδομένα σε σύγχρονες καταστάσεις όπου κυριαρχούν λέξεις ως μοτίβα, κρύβοντας -να το εκφράσω περιληπτικά- αμφίσημες έννοιες, απουσία, νοσταλγία, αναχώρηση, απρόσιτο, λεηλασία, μνήμη, σκοτάδι, ή φράσεις «ασυλλόγιστη λεηλασία», «νεκρές στέγες της πολιτείας», «απόγνωση της τρυφερότητας».

Δεν θα υποκύψω στον πειρασμό να παραθέσω κάποιο απόσπασμα από τα οκτώ άτιτλα ποιήματα της σύναξης. Εχουν ως τίτλους αραβικούς αριθμούς, πράγμα που δηλώνει, όσο εκτιμώ: όχι την ενότητα αλλά την κοινή προέλευση καταστάσεων εποχής, μιας άλλης εποχής που προϋπέθετε τις εμπειρίες της Κατοχής, ιδωμένες μέσα από τους όρους της Αντίστασης, διαβασμένης στον οραματικό της χαρακτήρα και όχι στην παράφωνη κομματική της εξαργύρωση. Υπόθεση εργασίας. Με αυτά τα ποιήματα ανιχνεύεται πρώιμα η διάψευση των προσδοκιών ως δραματικό δεδομένο.

Ακολουθούν δύο χρόνια, 1947, 1948, με μηδενική παραγωγή ποιητικού έργου, όσο ξέρουμε, και καθυστερημένα, τον Ιούλιο 1951, έχομε τις Εποχές, 3, με ποιήματα γραμμένα στα 1949-1950. Να το πω όσο μπορώ πιο ανώδυνα· τώρα έχουμε ποιήματα γραμμένα στη φυλακή, το Γεντί Κουλέ, ή επίσημα και επιβλητικά: στο «Επταπύργιο». Η φυλακή, άσχημη συνθήκη που μπορεί να γεννήσει πληκτικές αυτοβιογραφικές σελίδες ή φωνές αδικημένης συνείδησης. Ο αναγνώστης όμως που αγνοεί την υπόθεση νομίζει ότι ο ποιητής συνεχίζει το έργο του απερίσπαστος, ενώ ο ενημερωμένος πρέπει να φανταστεί ότι ο Αναγνωστάκης έχει αποδράσει από τη φυλακή και γράφει σε ένα τετράδιο -πλάι στα βιβλία του της Ιατρικής. Πάντως, ξεχνώντας όσα ξέρουμε, βρίσκουμε τώρα μια ποίηση στην οποία η μνήμη δεν λειτουργεί ως απόδραση από ένα ζοφερό παρόν, αλλά αποδίδοντας καταστάσεις όπου το υποκείμενο δρα μέσα σε ένα συλλογικό σώμα, κοιταγμένο στους παραλογισμούς του. Ωστόσο στα τελευταία 7 -μαζί με τον «επίλογο»- ποιήματα αποδίδονται καταστάσεις των συμβάντων της φυλακής στα χρόνια των στρατοδικείων. Ο θάνατος ή, να το πούμε ωμά, ο «τυφεκισμός ανωνύμων» δεν μπορούσε παρά να είναι συγκλονιστικός, ιδωμένος από διπλανό κελί. Ωστόσο και πάλι ο λόγος δεν είναι καθόλου ρητορικός, δεν εκτρέπεται σε αφορισμούς και καταγγελίες. Ο αφηγητής αντιδρά με ουμανιστική συνείδηση, ως εάν ο θάνατος να καταλογίζεται στην ανθρώπινη μοίρα -μεταφράζω τη γλώσσα του Μαλρό· το ωκεάνιο αίσθημα. Ο συνοπτικός -μάλλον αποφθεγματικός- λόγος των ποιημάτων αυτών μοιάζει να διακόπτει προσωρινά τη σιωπή -μπροστά στο παράλογο- και έρχεται να διασώσει το δραματικό ως αυτονόητο μέσα από την απλή κατάθεσή του. Οι παλιοί μας δάσκαλοι θα μιλούσαν για ποιητικό ένστικτο που παίζει το ρόλο του συμβούλου που σώζει την κατάσταση.

Επειτα από σιωπή περίπου τριών ετών, που συμπίπτει με την «αντικειμενική» και «υποκειμενική» αλλαγή της κατάστασης, μιας άνοιξης που περιέπεσε αμέσως μετά σε πνευματικό λήθαργο, έρχεται Η Συνέχεια, με εργασία των σκληρών ετών 1953, 1954 και το 1955 Η Συνέχεια, 2. Το προτελευταίο από τα 15 αυτά ποιήματα έχει συμβολική χρονολογία πλαγιογραμμένη, συνεπώς υπογραμμισμένη: 9η Θερμιδώρ 1955. Να τη μεταγράψουμε: παραπομπή στο Γαλλικό Διαφωτισμό που οδήγησε στη Γαλλική Επανάσταση και η ακρίβεια: 28/7/1794, σημάδευε την πτώση του Ροβεσπιέρου, πιθανόν και πτώσεις ανάλογες. Η χρονολογία 1955 παραπέμπει στην ελληνική πραγματικότητα, ή τυχόν και ανάλογες; Σιβυλλική γλώσσα; Μάλλον ναι. Η απορία παραμένει για τους λόγους.

Ο Αναγνωστάκης και με αυτά τα ποιήματα αποδίδει καταστάσεις και νοοτροπίες μιας εποχής που γεννούσε τέρατα, όσο τα πράγματα τα έβλεπε κανείς με τις προσδοκίες που εγκυμονούσε ο αντιφασιστικός αγώνας και δεν ήταν αφέλειες αν συγκρίνουμε χαρτιά και βιβλία του Σεφέρη ή ποιήματα του Ελύτη ανάλογης κατηγορίας.

Επισπεύδω για προφανείς λόγους. Η επόμενη σιωπή του ποιητή διήρκεσε άλλα έξι χρόνια -και το κοινωνικό/πολιτικό σκηνικό ανοιγόκλεινε σπασμωδικά όταν τυπώθηκε Η Συνέχεια, 3, το 1962 με 19 ποιήματα, χωρίς οι τρόποι και τα μέσα να μεταβληθούν, αλλά και χωρίς επαναλήψεις, αποδίδοντας πάντοτε τα του Καίσαρος. Αυτή τη φορά τη σιωπή αιτιολογούσαν οι τρεις δημιουργικοί τόμοι της «Κριτικής», ενός περιοδικού αποκλειστικά κριτικής ελληνικής και ξένης -βοήθησαν πολλοί και αρκετά η Νόρα Αναγνωστάκη- του οποίου ο ρόλος -κατά τη βούληση του Αναγνωστάκη- υπήρξε σημαντικός κυρίως για τον κατηγορηματικά παρεμβατικό του χαρακτήρα.

Ισχυρίζομαι -χωρίς να υποτιμώ άλλες συμπεριφορές και έργα της ίδιας γενιάς- ότι στα ποιητικά μεταπολεμικά πράγματα κανένα έργο δεν είναι τόσο συνυφασμένο με την ελληνική «πραγματικότητα» -ή ό,τι τέλος έτσι ονομάζουμε- τόσο ευαίσθητα αποδομένες στον κύριο χαρακτήρα τους, στη νοοτροπία που εξέθρεπτε, όσο στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, χωρίς να μπορεί να την εξαργυρώσει κανένα ιδεολογικό ή πολιτικό μόρφωμα. Ποίηση πολιτική -όπως του Καβάφη και του Σεφέρη από άλλα σημεία εκκίνησης- στην οποία τα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα κοιτάζονται και μετριούνται μέσα στην ανθρώπινη κλίμακα, όταν η γωνία λήψεως της πολιτικής κρίνεται με την ηθική της διάσταση.

Αν τα δεκατρία ποιήματα του Στόχου (1970) μέσα στην κωμικοτραγική, αλλά αδίστακτη δικτατορία, ήταν και χειρονομία, μολονότι:

«Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες

Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα»

Εστω.

Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς».

με αυτό το δεδομένο ανοιγόμαστε σε άλλης μορφής αντίληψη, μετρώντας το βαθμό της συμβολής ενός εκάστου στη διαμόρφωση συνειδήσεων, όπου εκεί η σημασία της παρουσίας του Αναγνωστάκη είναι αδιαφιλονίκητη, τότε όμως αρχίζει μια άλλη ανεξόφλητη ιστορία.

ΥΓ. Το καλοκαίρι σε ένα μικρό Συνέδριο στη Σύρο, διαπίστωνα πόσο, σε νέους φιλολόγους με αισθητό το ιστορικό σύνδρομο, μετρούσε πολύ ο λόγος του Αναγνωστάκη.

http://www.enet.gr/online_internal/online_...1&dt=30/11/2001\


Αυτός που ήταν όλοι...

Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ

«Ημασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι»

(από το ποίημα «Χάρης 1944»)

Η ποίηση και η Αριστερά έχασαν μία από τις κορυφαίες αντιδογματικές φωνές τους, τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Με όπλο την τέχνη που γνώριζε καλύτερα, την ποίηση, αποτύπωσε, χωρίς πολιτικά και ιδεολογικά συμπλέγματα, την τραγικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδας, την οποία όμως «κούρδιζε» με εκείνη τη λεπτή ειρωνεία που αγγίζει τα όρια της κωμωδίας. Ανέκαθεν στρατευμένος στους κόλπους της Ανανεωτικής Αριστεράς, από τα χρόνια του ΚΚΕ Εσ. που μετεξελίχθηκε σε ΕΑΡ και Συνασπισμό.

Τα τελευταία χρόνια ήταν καταπονημένος, λόγω συνεχιζόμενων προβλημάτων με την υγεία του. Χθες τα ξημερώματα, στις 5.30, σε ηλικία 80 ετών, είχε σημάνει η ώρα της υποχώρησης αυτού του ανυποχώρητου. Στο νοσοκομείο «Αμαλία Φλέμινγκ», ο ποιητής που δεν αποδέχθηκε την ήττα, εξέπνευσε, παρουσία της συζύγου του, Νόρας, του γιου του, Ανέστη, της αδελφής του, Λούλας, και του ανιψιού του, Θανάση.

Η κηδεία του θα γίνει με δαπάνη του υπουργείου Πολιτισμού, τη Δευτέρα. Η νεκρώσιμος ακολουθία θα ψαλεί στο Α' Νεκροταφείο και στη συνέχεια θα ταφεί στο Νεκροταφείο Αμαρουσίου.

Πολιτικοποιημένος ώς το μεδούλι των οστέων του, δεν έγραψε ποτέ πολιτική ποίηση με την έννοια της στράτευσης, γιατί ο έρωτας στο απόλυτο του συναισθήματος και η αθωότητα της παιδικής ηλικίας ζητούσαν τη δικαίωσή τους. Την τυραννία της μνήμης και της φθοράς του σώματος, τη μοναξιά και την επιθυμία ακύρωσής της, τη δοκιμασία της ύπαρξης στο καμίνι των ιστορικών γεγονότων, τα «άπλωσε» στη μεγάλη φόρμα της αφηγηματικότητας και τα «απόσταξε» στη μικρή τού αποσπάσματος, που επιβεβαιώνει το ασύλληπτο του αυτονόητου.

Η εικοσαετής σιωπή του δεν τον είχε απομακρύνει από τα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά δρώμενα: διάβαζε προσεκτικά εφημερίδες και περιοδικά, έβλεπε ανελλιπώς τηλεόραση, παρακολουθούσε μετά μανίας ποδόσφαιρο, την «τρελή» του αγάπη. Ωστόσο, τα μελοποιημένα ποιήματά του από τον Μίκη Θεοδωράκη, όπως τα «Μιλώ», «Χάρης», «Δρόμοι παλιοί», «Και περνούσαν τα τραμ» δεν έπαψαν ποτέ να τραγουδιούνται. Ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μιχάλης Γρηγορίου και η Αγγελική Ιονάτου ήταν άλλοι τρεις που είχαν μελοποιήσει τον αναγνωστάκειο ποιητικό κόσμο.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 24/06/2005


Ο βίος και το έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη, η αγάπη του για τον ΠΑΟΚ και την αντιδογματική Αριστερά

Ποτέ με τους νικητές, αλλά και ποτέ ηττημένος

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννιέται στη Θεσσαλονίκη τρία χρόνια έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1925. Οι πρώτοι Μικρασιάτες πρόσφυγες έχουν κατακλύσει την πολυεθνική και πολυπολιτισμική πόλη, με ακόμη έντονη επάνω της την παρουσία της οθωμανικής κατάκτησης.

Ενα παιδί σαν όλα τα παιδιά, παίζει όχι μόνον στους φωτισμένους δρόμους του κέντρου της πολυκοσμίας και των εμπορικών σχέσεων, αλλά και των απομακρυσμένων χωματόδρομων, όπου το ποδόσφαιρο δεν ήταν μόνο υπέρ της χαράς του παιχνιδιού. Γύρω από τη στρογγυλή σφαίρα, μαζεύονται οι έφηβοι και των πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων και οι μετέπειτα των πολιτικών διεκδικήσεων μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ.

Σε αυτοβιογραφικό του κείμενο του 1985 ο ποιητής συνδέει το ποδόσφαιρο με την προσφυγιά και το πολιτικό «κατεστημένο». Βρισκόμαστε στα 1936 και είναι μαθητής Γυμνασίου:

«Εκείνο τον καιρό ήμουνα βαμμένος ΠΑΟΚτζής, θεριό ανήμερο - άλλωστε, ήτανε και η χρυσή εποχή για τον ΠΑΟΚ. Βέβαια, τίτλους και τέτοια δεν κατάφερνε να κερδίσει, αλλά αυτό συνέβαινε λίγο πολύ με όλες τις ομάδες της Θεσσαλονίκης, που φτάνανε μέχρι την πηγή, αλλά νερό δεν μπορούσαν να πιουν, γιατί δεν τους αφήνανε να πιουν νερό. Ξέραμε πως, ό,τι κι αν κάναμε, ήμασταν από χέρι χαμένοι, γιατί η Αθήνα και ο Πειραιάς μισούσανε θανάσιμα τη Σαλονίκη, εκεί κατοικοεδρεύανε οι μεγάλοι και οι τρανοί που πληρώνανε τους διαιτητές, λαδώνανε αισχρά τους παίκτες («πουλημένοι, πουλημένοι») και αρπάζανε με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο τα Κύπελλα και τα Πρωταθλήματα για πάρτη τους, για τις δικές τους ομάδες.

»Δεν ξέραμε πως αυτό θα το βαφτίζανε αργότερα το "κατεστημένο", μάθαμε όμως από πολύ νωρίς τι θα πει αδικία, όπως είχε μάθει κι ο Σεφέρης (το διάβασα κι αυτό πολύ αργότερα) από μικρός τι θα πει προσφυγιά». Παράλληλα, θέλετε ιδιοσυγκρασιακά, είχε τον ρυθμό της ποίησης εντός του: «Από μικρός είχα το προσόν να φτιάχνω προτάσεις με ομοιοκαταληξία, αυτό το εκμεταλλεύτηκα κατά κόρον στο Γυμνάσιο. Αντί να γράφω εκθέσεις, έγραφα στίχους...», εξομολογείτο μπροστά στον κινηματογραφικό φακό τού Λάκη Παπαστάθη για τις ανάγκες της εκπομπής «Παρασκήνιο».

Με την Αριστερά

Η ένταξή του στην Αριστερά έχει, όπως και η ενασχόλησή του με την ποίηση, την αρχή της στο πρώτο και τελευταίο σχολείο της προδιάθεσης, στην εφηβεία: προηγείται η ΕΠΟΝ της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου, ακολουθεί η ΕΔΑ του '50 και του '60 και, μεσούσης της δικτατορίας, επιλέγει να συνταχθεί, μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, με το ΚΚΕ εσ.

Ώς το τέλος του, θ' ανήκει στον χώρο της Αριστεράς που μάχεται τον δογματισμό και υπερασπίζεται τον διάλογο. Αλλωστε, είχε διαρρήξει τις σχέσεις με το ΚΚΕ ήδη από το 1946 και είχε δρέψει τις αγωνιστικές δάφνες την πρέπουσα στιγμή: στη μεγάλη δίκη των ΕΠΟΝιτών της Θεσσαλονίκης, το 1948, καταδικάζεται σε θάνατο, σε ηλικία είκοσι τριών ετών: φυλακίζεται και, αφού του δοθεί χάρη, αποφυλακίζεται το 1951.

«Στη φυλακή», απαντούσε στον Ζαν Παλεστέλ της «Λιμπερασιόν», «ήμουν ο μόνος που γνώριζα γαλλικά, γι' αυτό και με άφηναν να διαβάζω όλες τις σχετικές ανθολογίες ή και βιβλία με τίτλους όπως "Η νεαρή μοίρα" (σ.σ.: του Πολ Βαλερί) που η λογοκρισία θεωρούσε ότι είναι εγχειρίδιο κηπουρικής. Μετέφρασα Απολινέρ στα ελληνικά, συγκρούστηκα μαζί του. Είμαι αρκετά περήφανος που κατόρθωσα να διασώσω τουλάχιστον το μισό τού πρωτοτύπου κατά τη διαδικασία της μετάφρασης».

Από παιδί στην ποίηση

Μαθητής, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, αποστέλλει στον «Νέο Κόσμο» (16 Ιανουαρίου 1941), το ποίημα «Μολών Λαβέ», στο οποίο ο Λεωνίδας των Θερμοπυλών γίνεται επίκαιρος λόγω γερμανικής κατοχής. Η επίσημη εμφάνισή του στα γράμματα γίνεται τον Σεπτέμβριο του 1942, στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα», με το παραδοσιακό ποίημα «1870-1942». Ομως, η μεγάλη αφύπνιση συνέβη τα χρόνια των σπουδών, στην Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου. Διατελεί αρχισυντάκτης του φοιτητικού περιοδικού «Ξεκίνημα» και δείχνει ξέκαθαρα πλέον ότι ο δρόμος του, μάλλον ο μονόδρομός του, είναι η ποίηση.

Οι εκδότες της εποχής ελάχιστοι, τα τυπογραφικά μέσα πενιχρά. Ενώ ασκεί το επάγγελμα του ιατρού-ακτινολόγου, εκδίδει τις «Εποχές» του στη δεκαετία του '40, τις «Συνέχειες» στη δεκαετία του '50 και στη διάρκεια της δικτατορίας τον «Στόχο» - όλα ιδίοις αναλώμασι και σε λίγα αντίτυπα.

Επρεπε να περιμένει ώς το 1979, σχεδόν τριάντα πέντε χρόνια, από την πρώτη έκδοση βιβλίου του (1945), ώστε να δει να τυπώνονται τα «Ποιήματα 1941-1971» («Πλειάς») χωρίς δικά του έξοδα. Την ίδια χρονιά, ο Μιχάλης Μεϊμάρης τυπώνει το «Περιθώριο '68-'69».

Τελευταία ποιητική του συλλογή το «Υ.Γ.», που κυκλοφορεί εκτός εμπορίου σε εκατό αντίτυπα και επανεκδίδεται από τη «Νεφέλη» του Γιάννη Δουβίτσα το 1992.

Τα κριτικά, πολιτικά και παρεμβατικά του κείμενα (πολλά από αυτά στην αγαπημένη του εφημερίδα «Η Αυγή») τα συγκεντρώνει στους τόμους «Υπέρ και κατά» (1965), «Αντιδογματικά» (1978) και τα «Συμπληρωματικά» (1985). Δεν πρέπει να ξεχάσουμε να αναφέρουμε το αυτοβιογραφικό ρομάντζο του «Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης», την έκδοση του περιοδικού «Κριτική» (1959-1961), την ποιητική ανθολογία «Η Χαμηλή Φωνή» (1990), με ποιητές του Μεσοπολέμου, ενώ επιμελήθηκε, που είναι και δική του ιδέα, τους πρώτους πενήντα τόμους της σειράς «Η πεζογραφική μας παράδοση». Σήμερα, τα έργα του τα διαθέτει η «Νεφέλη», ενώ είχε προηγηθεί η συνεργασία του με τη «Στιγμή» του Αιμίλιου Καλλιακάτσου.

Η Πολιτεία τον τίμησε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1986), το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας (2002) και το Αριστοτέλειο τον ανακήρυξε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας.

* Ντοκιμαντέρ με τίτλο «Μ. Αναγνωστάκης - Θεσσαλονίκη», θα προβληθεί απόψε στις 8 μ.μ. στην ΕΤ-1

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 24/06/2005


Ανύμφευτος εραστής της ποίησης...

«Δεν παραδέχομαι την ταμπέλα "ποίηση της ήττας" ή όπως αλλιώς, που αβασάνιστα έχει πολιτογραφηθεί κι έχει σφραγίσει έναν μόνιμο τρόπο κριτικής συμπεριφοράς...», έλεγε χαρακτηριστικά ο Μανόλης Αναγνωστάκης στη συνέντευξη που παραχώρησε στους Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχο, τον Ιανουάριο του 1982 (περιέχεται στον τόμο «Σε δεύτερο πρόσωπο», εκδόσεις «Καστανιώτης»). Κι εξηγούσε ότι «θα προκαλούσα να αντιπαραθέσουμε μια άλλη ποίηση της εποχής που θα τη βαφτίζαμε "ποίηση της νίκης" ή έστω "ποίηση της μη ήττας". Εγώ τέτοια ποίηση δεν βλέπω...».

Ο ποιητής δέχτηκε ν' απαντήσει στο ερώτημα των δύο συνομιλητών του για την παρατεταμένη σιωπή του, υπαγορευμένη από συγκεκριμένους λόγους ολιγογραφίας και ποιητικής ουσίας: «Φαίνεται πως υπήρξα κάποτε θερμός εραστής της ποίησης αλλά δεν δέχτηκα να την παντρευτώ. Αυτό πολλοί μού το καταλογίζουν σαν προδοσία, άλλοι το βρίσκουν ακατανόητο. Θεωρούμε εν τούτοις πολύ κατανοητό, και μάλιστα επιβεβλημένο, να αποσύρεται ένας αθλητής από το στίβο, όταν για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορεί πια να αποδώσει. Τι διαφέρει η μια περίπτωση από την άλλη; Εγώ αισθάνομαι αυτή τη στιγμή σαν φίλαθλος και όχι σαν αθλητής -και μερικές φορές, ομολογώ, αρκετά κουρασμένος φίλαθλος».

Αναφέρεται επίσης στις επιρροές του, στα διαβάσματά του, στη διαμόρφωση του προσωπικού ύφους του: «Δεν νομίζω ότι έγραψα ποτέ υπό τη δεσποτική σκιά κάποιου άλλου ποιητή. Είναι αναπόφευκτο όμως να υπάρχουν πολλές διασταυρώσεις και από ποικίλες πηγές, συχνά ασύμβατες, και που εισχωρούν μέσα σου κατά εντελώς ανεξήγητο και μυστηριώδη τρόπο». Και δεν διστάζει να κάνει μια αυτοκριτική προσέγγιση κάνοντας λόγο για «... ποίηση ιδεών, ποίηση σκεπτόμενη, διανοητική, κουβεντιαστή, άμεση, λιτή, αντιλυρική -η προτίμησή μου δεν πάει προς τους ποιητές αυτού του κλίματος αλλά περισσότερο προς τους φανταιζίστες, τους "λυρικούς", τους απογειωμένους, αλλά ποτέ στους φλύαρους και τους μεγαλόστομους των μεγάλων δεδηλωμένων προθέσεων (...). Προς θεού, δεν μυθοποιώ τίποτα, δεν αισθάνομαι αγκυροβολημένος πουθενά -εντελώς αντίθετα, αντιδρώ βίαια στις μυθοποιήσεις, αλλά αρνούμαι τους ωραιοποιημένους "μύθους" που ανασύρουν γραφικότητες και λένε ψέματα για την ουσία. Πιστεύω κι εγώ πως η ζωή τραβά την ανηφόρα. Αλλά όχι πάντα με σημαίες και ταμπούρλα».

Ο άγριος Εμφύλιος

Ενα σημαντικό τμήμα της συνέντευξης προς τους Α. Φωστιέρη και Θ. Νιάρχο αποτελεί η αντίληψη του Μανόλη Αναγνωστάκη για τη βίωση του Εμφυλίου από τη γενιά του. Αποστασιοποιημένος πια και με ψύχραιμο βλέμμα ανασκοπεί την περίοδο ως «την πιο σκληρή, τραγική, άγρια». Και παρουσιάζει το σκεπτικό του: «Μ' όλη τη δραματικότητά της η Κατοχή ήταν και μια εποχή έξαρσης, ανάτασης, ελπίδας. Τα ανθρωπάκια έγιναν ξαφνικά Ανθρωποι, ο μικρός κι ο ανώνυμος τεντώθηκε στα όρια του μεγαλείου. Στην περίοδο του Εμφυλίου οι άνθρωποι εκβιάστηκαν να γίνουν ανθρωπάκια, οι μεγάλοι να σκύψουν, να ταπεινωθούν, να τσακίσουν, να γίνουν ανώνυμος πολτός. Αν στην Κατοχή εμείς οι τότε νέοι αποκτήσαμε συνείδηση της ανθρωπιάς, στα κατοπινά χρόνια υποχρεωθήκαμε να πιούμε ώς τον πάτο το δηλητήριο της απανθρωπιάς. Στην Κατοχή, το χαμόγελο δεν έλειψε από τα χείλη, το ανέκδοτο έπαιρνε κι έδινε, οι αναμνήσεις μας σήμερα μπλέκονται με πικρές νοσταλγίες και με ήχους ακορντεόν. Κανείς δεν αποπειράθηκε -γιατί δεν μπορεί- να μιλήσει με χιούμορ για τα χρόνια του 1946-50».

Τέλος, κλείνει το ζήτημα της Κατοχής και του Εμφυλίου με την εξής αντίστιξη: «Η Κατοχή είναι ένας πολύχρωμος πίνακας όπου το μαύρο δένει παράδοξα αρμονικά με το κόκκινο, με το γαλάζιο, με όλα τα χρώματα της ίριδας. Το χρώμα του Εμφυλίου είναι το μαύρο, ένα απέραντο απ' άκρη σ' άκρη μαύρο κι η μνήμη δεν μπορεί να ρίξει πουθενά μια ευφρόσυνη ματιά...».

ΒΑΣ.ΡΟΥ.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 24/06/2005


Aγάπησε «μια τρικυμία καινούρια»

Eφυγε χθες ο Mανόλης Aναγνωστάκης, «γυρεύοντας (πάντα) ένα τίποτα για να πιστέψει»

Tης Oλγας Σελλα

«Mου είπες: οι αναμνήσεις είναι η ζωή», έγραφε ο Mανόλης Aναγνωστάκης σ' ένα από τα «YΓ.» του. Tα τελευταία, πολλά, χρόνια ο Mανόλης Aναγνωστάκης τροφοδότη είχε τις πολλές και γεμάτες αναμνήσεις τους και τους δεκάδες και σταθερούς του φίλους. H τελευταία του δημόσια εμφάνιση ήταν στα εικοσάχρονα των εκδόσεων «Nεφέλη», πριν από μερικά χρόνια. Δεν μπορούσε να λείψει από τη χαρά ενός αγαπημένου του φίλου, του Γιάννη Δουβίτσα, που μας άφησε νωρίς. Aπό τότε δεν ξαναεμφανίστηκε δημόσια ούτε για τις πολλές τιμές που του έγιναν, είτε από την πολιτεία είτε από άλλους φορείς. Eπέμενε να σιωπά, «γυρεύοντας ένα τίποτα για να πιστέψει». Kαι παρ' όλα αυτά ήταν «ποιητής δημόσιος», είτε έγραφε είτε δεν έγραφε. Tα τελευταία χρόνια δεν έβγαινε ούτε στο τηλέφωνο. H φωνή του και η επαφή του με τον έξω κόσμο ήταν ο φύλακας - άγγελός του, η σύντροφος της ζωής του Nόρα Aναγνωστάκη. Xθες, στις 5.30 τα ξημερώματα, ο Mανόλης Aναγνωστάκης σιώπησε οριστικά στο νοσοκομείο «Aμαλία Φλέμινγκ», όπου μεταφέρθηκε σε κωματώδη κατάσταση.

H γεμάτη ζωή του

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925 από γονείς Kρητικούς. Σπούδασε Iατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Bιέννη, ειδικότητα την οποία άσκησε στη Θεσσαλονίκη. Aπό τα τέλη του 1978 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Aθήνα. Aπό νεαρός μαθητής συνέδεσε τη ζωή του και την ιδεολογία του με την Aριστερά. Για την πολιτική του δράση φυλακίστηκε το διάστημα 1948-1951 και το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε στη διάρκεια της Kατοχής, με δύο ποιήματα: στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα» το 1942 και στο φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα», το 1944. Δεν έγραφε μόνο στίχους. Mετείχε ενεργά, με θάρρος και κόστος, ως κριτικός σε πολλά περιοδικά: «Φοιτητής», «Φιλολογικά Xρονικά», «Eλεύθερα Γράμματα», «O αιώνας μας», «Ποιητική τύχη», «Eπιθεώρηση Tέχνης», «Kριτική» (το περιοδικό που εξέδιδε μαζί με τη Nόρα Aναγνωστάκη), «Eποχές», «Διάλογος» και στην εφημερίδα «H Aυγή» με λογοτεχνικά και πολιτικά άρθρα. Στη διάρκεια της δικτατορίας συμμετείχε στα «Δεκαοκτώ κείμενα» και στα «Nέα κείμενα» καθώς και στο περιοδικό «H Συνέχεια». Tο 1987 εγκαινίασε στις εκδόσεις «Nεφέλη» (απ' όπου κυκλοφορούν όλα τα βιβλία του) τη σειρά «H πεζογραφική μας παράδοση», τη σκυτάλη της οποίας παρέδωσε αργότερα στον Nάσο Bαγενά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν μελοποιηθεί από τον Mίκη Θεοδωράκη, τον Θάνο Mικρούτσικο, τον Γιάννη Mαρκόπουλο, την Aγγελική Iονάτου και τον Mιχάλη Γρηγορίου. Tο 1986 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης, το 1995 με τον Tαξιάρχη του Tάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, το 1997 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το 2001 πήρε το βραβείο του Iδρύματος Oυράνη της Aκαδημίας Aθηνών και το 2002 το Mεγάλο Kρατικό Bραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.

Aπό στίχο σε στίχο

«Θα 'ρθει μια μέρα που δε θα 'χουμε πια τι να πούμε/ Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια/» έγραφε στις «Eποχές» (1945), δίνοντας ήδη το στίγμα της «πέτρινης παλικαριάς» που χαρακτήρισε την ποιητική του έκφραση, όπως έγραψε ο Π. Mπουκάλας. «Nοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες / πλάνες μας στ' όνειρο», συνέχιζε. H συμμετοχή του σε δύσκολους και άγριους καιρούς αφόπλισε γρήγορα την παιδική αθωότητα, έτσι ώστε να γράψει: «Kάτω απ' τα ρούχα μου δε χτυπά πια η παιδική μου/ καρδιά». Tον ενέταξαν στη γενιά της ήττας και απάντησε: «H εποχή είναι ηττημένη, δεν είναι ο ποιητής. Kι όπως δεν υπάρχει ποίηση της αντιήττας, έτσι δεν υπάρχει και ποίηση της ήττας». Kαι με τους στίχους του συμπλήρωσε: «Kι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Oμως/ εγώ/ Δεν παραδέχτηκα την ήττα.» (...) «Oρθιος, και μόνος σαν και πρώτα, περιμένω». Σ' όλη του τη ζωή «δρόμοι παλιοί», γεμάτοι οδύνη αλλά και όνειρο σημάδεψαν τη διαδρομή του και τις επιλογές του. H κριτική και η αυτοκριτική ήταν χαρακτηριστική του ιδιότητα, είτε μέσα από το alter ego του, τον Mανούσο Φάσση, είτε μέσα από στίχους του. Eνας από αυτούς θα μπορούσε να χαρακτηρίζει την πορεία του: «Aγαπήσαμε μια τρικυμιά καινούρια...»

"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" (23-6-05)

«Εγινα ποιητής χωρίς να το επιδιώξω»

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι μεταξύ των 400 ανά τον κόσμο λογοτεχνών που απάντησαν στο ερώτημα της γαλλικής εφημερίδα, «Liberation», τον Μάρτιο του 1985, «Γιατί γράφετε;». Η απάντησή του, που αναδημοσιεύθηκε στα ελληνικά στο τεύχος 294, το 1992, του περιοδικού «Διαβάζω», είχε παραχωρηθεί από τον φίλο και συνεργάτη τού ποιητή Γιώργο Ζεβελάκη, ο οποίος, με τον θάνατο του Αναγνωστάκη, το ανέσυρε και το παραχώρησε και στην «Ε».

Ιδού η απάντηση του ποιητή:

«Αναγκαστικά θα μεταβάλω (τροποποιήσω) λίγο την ερώτησή σας. Οχι γιατί γράφω αλλά γιατί έγραφα. Κι αυτό γιατί εδώ και αρκετά χρόνια δεν έχω γράψει τίποτε απολύτως -ποίηση εννοώ- αλλά αισθάνομαι επιπλέον και τόσο απομακρυσμένος από την ποίηση και τη δική μου και των άλλων ώστε να διερωτώμαι αν νομιμοποιούμαι καν να συμμετάσχω στην έρευνά σας.

Οπως καταλαβαίνετε δεν ανήκω στην κατηγορία εκείνων των ποιητών που υπαινίσσεται ο Ρίλκε και φυσικά θεωρώ μάλλον παραδοξολογία εκείνο του Μπωντλαίρ: "δυο μέρες μπορείς να ζήσεις χωρίς φαγητό αλλά δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς ποίηση"- εκτός κι αν ο ίδιος ο μεγάλος ποιητής δεν είχε ποτέ πεινάσει.

Γεγονός είναι ότι κάποτε έγραφα και μάλιστα από πολύ νέος και όχι και λίγα.

Σε πολύ νεαρή ηλικία δεν νομίζω πως υπάρχει κανείς που να απέφυγε τη διέξοδο ή τον πειρασμό του γραψίματος σαν μέσο εκτόνωσης ενός πληθωρικού συναισθηματισμού και της συγκινησιακής φόρτισης της νεότητας.

Το θέμα αρχίζει να γίνεται σοβαρό από τη στιγμή που συνεχίζει να γράφει και καθοριστικό πια από τότε που αποφασίζει να δώσει τα γραφτά του στη δημοσιότητα.

Προσωπικά ανακάλυψα από πολύ νωρίς πως είχα κάποιο ταλέντο στη στιχουργική και αυτό μου δημιούργησε ένα αίσθημα υπεροχής απέναντι σε άλλους συμμαθητές μου που τους ζήλευα για την επίδοσή τους σ' άλλους τομείς, που εγώ δεν κατάφερνα να διαπρέψω, στο ποδόσφαιρο λ.χ.

Οταν κάποια μέρα πείστηκα πως τα ποιήματά μου δεν ήταν και άσχημα -και σ' αυτό με ενίσχυσαν οι γνώμες μεγαλυτέρων μου αλλά και οι συγκρίσεις που έκανα διαβάζοντας άλλους ποιητές -μου γεννήθηκε η φιλοδοξία να τυπώσω και μια ποιητική συλλογή. Και ύστερα άλλη, και άλλη...

Κανείς βέβαια δεν αποσκοπεί στο Νόμπελ από τα πρώτα του ψελλίσματα - αν και έχω αρκετές αμφιβολίες γι' αυτό. Αλλά δεν είναι μικρή και η φιλοδοξία να θέλει κανείς σε νεαρή ηλικία να γίνει γνωστός και να συζητιέται σε κάποιους κύκλους. Και το τύπωμα, η δημοσιοποίηση των γραφτών σου είναι πάντα μια φιλοδοξία.

Στην ποίηση θα μπορούσα να πω ότι βρέθηκα χωρίς να το επιδιώξω.

Φαίνεται πως κάποιο ειδικό χρωμόσωμα υπαγόρευσε αυτήν την ιδιαιτερότητα. Θα προτιμούσα να ήμουν ζωγράφος ή καλύτερα μουσικός, όχι καν δημιουργός, απλώς ένας καλός εκτελεστής. Είναι οι τέχνες που ακόμα και τώρα με συγκινούν, ενώ για την ποίηση δεν έχω το ίδιο ενδιαφέρον.

Το ότι στον ύπνο μου θεωρούμαι σαν ένας από τους καλούς ποιητές και τα ποιήματά μου διαβάζονται ακόμα, αυτό βέβαια με ικανοποιεί αλλά δεν με καλοκεύει, ούτε μου περνά από το νου ότι αυτό μου προσδίδει μια αίγλη και μια ανωτερότητα απέναντι στους άλλους.

Την εποχή που έγραφα δεν θα μπορούσα να πω γιατί έγραφα. Τώρα, εκ των υστέρων, διαπιστώνω ότι έγραφα πάντα κάτω από συνθήκες πολύ δύσκολες και για τον τόπο και για μένα τον ίδιο, γιατί αισθανόμουνα την ανάγκη να μιλήσω για πράγματα που δεν μπορούσα να τα πω σ' άλλη γλώσσα, σε ένα ιδίωμα κρυπτικό, λίγο πολύ συνθηματικό, ελλειπτικό, όπως κατ' εξοχήν προσφέρεται το ιδίωμα της ποίησης. Να μιλήσω κάτω από μόνιμες συνθήκες λογοκρισίας, αυτολογοκρινόμενος, για προσωπικές μου εμπειρίες, ερωτικά βιώματα, ιδεολογικές περιπέτειες. Να αναζητήσω συγγενικές προσωπικές ιδεολογικές κεραίες στο ατομικό μου μήκος κύματος, να προεκτείνω την πράξη.

Το περίεργο είναι πως τα ποιήματά μου δεν είναι διόλου κρυπτικά σε πρώτη ανάγνωση, προσφέρονται μάλιστα άνετα σε μια γενικότερη κατανόηση. Ισως γιατί η γλώσσα μου είναι πολύ απλή, καθημερινή και ο αναγνώστης κολακεύεται να πιστεύει πως απλώς διαβάζει σε στίχους τα δικά του συναισθήματα και τις δικές του σκέψεις.

Ισως να σταμάτησε η ανάγκη μου για την ποιητική έκφραση από τότε που σιγά σιγά, με την πάροδο των ετών και το βιολογικό καταστάλαγμα, άρχισαν να λιγοστεύουν οι αυταπάτες για τις δυνατότητες μιας τέτοιας επικοινωνίας, άρχισε να απομυθοποιείται το όνειρο.

Πιστεύω τελικά πως η Ποίηση είναι κατ' εξοχήν εκφραστικό όργανο της νεότητας, του αυθορμητισμού, της εποχής των αδηφάγων και πληθωρικών ονείρων. Σε πολλούς λειτουργεί, όταν παρατείνεται και πέρα από την εποχή της νεότητας, σαν υποκατάστατο της πράξης.

Ισως πρόκειται για μια ακόμα ζωτική αυταπάτη - ή ίσως για μια αποφυγή ουσιαστικής γνωριμίας με την Πράξη.

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 27/06/2005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Χρίστος Πλακονούρης - Ξένος

Και τώρα πια είμαι ξένος,  ακόμη και στον τόπο μου πεντάξενος ξένος, τυφλό ελάφι σε φραγμένο πεδίο βολής. Που όλοι με το κορμί σου στα δόντι...