Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Ρώμος Φιλύρας - Ποιήματα

 ΡΥΘΜΟΣ

 

Αρμενισμένοι στα βαθιά κι απάνου το φεγγάρι…

Κύλα τα κύματα, Ρυθμέ, νικώντας τον αγέρα,

και σαν αρνιά σαλάγα τα στη νύχτα του Αλωνάρη,

βοσκέ, ώ απόκοσμε βοσκέ, που δεν κρατάς φλογέρα.

 

ΟΜΟΡΦΙΑ

 

Έτσι βυθίσου, ωραία ψυχή, μες στην ασχήμια ολάκερη

και μέθυσε στο μίσος της και τη βαθιά της φρίκη ˙

έτσι μες στο σκοτάδι της γίνουμαι Ορφέας εγώ

κι αναζητώ με πιότερο πόθο την Ευρυδίκη…

 

ΔΕΝΤΡΑ

 

Ω δέντρα, που αργογέρνετε την κορυφή στο χώμα,

που η μαύρη θλίψη σας λυγάει –αλίμονον– ακόμα,

σα νεκροθάφτες μοιάζετε που σκύβετε του κάκου

να θάψετε τη θλίψη σας στο βάθος ενός λάκκου.

(ΡΟΔΑ ΣΤΟΝ ΑΦΡΟ, 1911)

 

ΤΣΙΓΓΑΝΑ

 

Ήταν στη φύτρα κάποια ρίζα ακέρια,

φλέβα γερή, πηγή μεστή, δροσάτη,

που όταν στο λίκνο απλώνανε τα χέρια,

να σε δεχτούν γονιοί, χαρά γεμάτοι,

 

σαν απόκοσμο βρέφος, προς τ’ αστέρια

τη ματιάν ύψωνες, όλη γελάτη,

αγέρωχη κι αδιάφορη, στα αιθέρια

ζητώντας να ’βρεις τάχα άγνωστο κάτι.

 

Αλήτικη ψυχή, γυρνάς στ’ Ωραίο,

ζεις τη χαρά, ξεφεύγεις απ’ τα σκότη,

μέσα στο φως πάντα ζητάς το Νέο.

 

Αν είναι Μοίρα κι η Αιωνιότη,

στο στίχο μου κι αν ζήσεις Αιθερία,

έσμιξες από πριν με τα Στοιχεία.

(ΘΥΣΙΑ, 1923)

 

 

ΘΑΛΑΣΣΑ

 

Κύμα στο κύμα η θάλασσα στην τραγική της χάρη,

χιλιόφωνη, χιλιάφριστη, βογκά κι όλο σπαρταράει,

και με τους κάτασπρους αφρούς σαν για φτερά της, μοιάζει

όρνεο τεράστιο που ορμά να φύγει απ’ το μπουγάζι!

(ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ 1903-1923)

 

ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΦΡΕΝΟΚΟΜΕΙΟΥ

 

Νεκροταφείο μακρινό κι απόμερο,

πένθιμο και θλιφτό, Φρενοκομείου

– νεκροταφείο, πνευμάτων και ψυχών

κι ύστερα, το ξεσύρσιμο φορείου.

 

Απόγνωση, στερνή, σε τόση απόγνωση,

βυθός, βυθού, σ’ άκραχτα σκότους βάθη:

ολοφυρόμενον ασκέρι, σ’ έρημο,

μακριά από πόνους, τόσα μαύρα πάθη.

 

Το κυπαρίσσι, πένθιμο, είναι, σύμβολο,

κι όμως, δε φτάνει, θέλει κι άλλα ταίρια,

λωτόν, ελλέβορο, λιβανιστήρια πήλινα,

κοράκια και σκουλήκια, στα ξεφτέρια.

 

Σκυλιά να ψάχνουνε σκυφτά, στα μνήματα,

ιχνήλατα, στα ολόθλιβα τα βράδια,

μέσα στην άπειρη γαλήνη, την ολόπενθη,

μέσα στο φως και μέσα στα σκοτάδια.

(1936)

 

[ΙΕΡΑΤΕΙΩΝ, ΚΑΛΟΓΕΡΩΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΠΟΤΕ ΣΚΗΤΗ]

 

Ιερατείων, καλόγερων γίνεται κάποτε σκήτη

όλη η ψυχή μου η γόησσα, όλη η ζωή μου η γλυκιά

σ’ ένα κοντόγιαλο κείτομαι κι ερημωμένο ένα σπίτι

και τη γαλέρα ονειρεύομαι που θα με πάει στα παλιά.

 

Κι είτε ψαρόβαρκα σύσκια, είτε απαλό τρεχαντήρι

να ξαναπάρει τον ύπνο μου τον αντιπέρα δρόμο

να με σαλπάρει στο πέλαγο, με το γλαυκό ζεφύρι

όπως παιδάκι ο τρατάρης μου με ξαναπήρε στον ώμο…

(1955)


Πηγή:https://www.oanagnostis.gr/%CE%B1%CE%BB%CE%AE%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CF%88%CF%85%CF%87%CE%AE-%CE%B3%CF%85%CF%81%CE%BD%CE%AC%CF%82-%CF%83%CF%84-%CF%89%CF%81%CE%B1%CE%AF%CE%BF-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CE%BF%CE%BB%CE%BF/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Edouard Vuillard - Τhe Window