Ένας ελέφαντας συνάντησε μια νύχτα στο δάσος ένα γατί. Ετοιμαζότανε βέβαια να το πατήσει, όταν ξαφνικά το γατί, νιώθοντας τον κίνδυνο που το απειλούσε, και πως ήταν αδύνατον αλλιώς να ξεφύγει, πήρε να γλείφεται μαλακά μαλακά. Τόσο όμορφες ήταν οι μικρές του κινήσεις, που ως και τα φύλλα στα δέντρα σταμάτησαν ξαφνικά να θροΐζουν, κι όλο το δάσος μ’ ανάσα κομμένη έσκυψε πάνω από το γατί. Η χάρη της στιγμής, περνώντας μέσ’ απ’ την προβοσκίδα του ελέφαντα, καλαστάλαξε μες στην ψυχή του σα λύπη βαθιά. Ποτέ πριν δεν είχε νιώσει βαρύτερος, πιο χοντρός, πιο αδέξιος. Άφησε το γατί να φύγει, απελπισμένος, και δεν κοιμήθηκε κείνη τη νύχτα, πρώτη του φορά συνειδητοποιώντας πως δεν διέθετε, κείνος, τούτην εδώ την αφοπλιστική γοητεία. Θα του πατήσω τα πόδια, σκεφτόταν, την πρώτη φορά που θα το ξαναδώ. Κι έκανε σχέδια πώς θα τα καταφέρει.
Το γατί όμως δεν ήταν κουτό. Πέρασε τη ζωή του επάνω στα δέντρα, τρεφόταν με φύλλα και δεντρόβια ζώα. Όταν έβλεπε από ψηλά τον ελέφαντα, καθόταν ακίνητο. Καταλάβαινε αυτό πως ο ελέφαντας ζήλευε. Μπορούσε, αν ήθελε, και να χορέψει εκεί πάνω. Μα τον λυπόταν.
Του λιναριού τα πάθη - Ο μέγας μυρμηκοφάγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου