Η ΠΙΚΡΑ
Ν’ αγαπήσεις τις στιγμές που φεύγουν
τη συγκίνηση και την πίκρα των ημερών
τα χείλη και το σώμα που σε δίδαξαν πως υπάρχεις
κι όλον αυτό τον πόνο
που σα νερό γλιστράει μεσ’ απ’ τα δάχτυλά σου
ζωή καθημερινή ζητώντας γαλήνη
και μένοντας πιο πολύ μόνος
ανάμεσα στους αγαπημένους.
Πώς να κερδίσεις έτσι τη ζωή σου
που βουλιάζει καθημερινά
και την παίζεις και τη χάνεις διαρκώς
μεσ’ στις στιγμές σα φύλλο πατημένο στη βροχή
χωρίς να μπορείς να μείνεις για λίγο απών
κοιτώντας ή ακούγοντας αυτά που ελπίζεις:
τα δέντρα και τα πουλιά να κατεβαίνουν
λίγο νερό να πιουν απ’ την ψυχή σου.
ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΣ
Θαμποί ελαιώνες, κίτρινοι κάμποι
ήλιος θρεμμένος με καρπούς κι αλάτι
κι ανάμεσα ραγισμένα βράχια
απ’ όπου ατέλειωτος ακούγεται
ο στεναγμός της Περσεφόνης.
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ, ΙΙΙ
Η ηρεμία λέγεται και αποδοχή ή απλώς ήττα.
Θυμήσου τις άσπρες μέρες
τον πρώτο
παράφορον άνεμο.
Τότε το πρόβλημα
ήταν η αλήθεια μεσ’ στο τραγούδι.
Γύρισε πίσω
υιοθέτησε τη φωνή σου.
(ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟ ΝΕΡΟ, 1972)
Ο ΞΕΝΟΣ
Του Κωστή
Όσο μεγαλώνει το φως,
μικραίνει η ζωή
η ζωή μου που φεύγει μονάχη,
ερημωμένη παράξενα.
Όσο αυξάνεται το νέο σου αίμα
και τραγουδά με κάποια λάμψη
από τα δικά μου μάτια
με τους δικούς μου κάποτε
παιδικούς ήχους στη φωνή,
όσο το νέο κορμί σου
αγκιστρώνεται στον καιρό
και δρασκελίζει ανυπόμονα
τις φορτωμένες ημέρες,
η δική μου ζωή
πηγαίνει,
πηγαίνει μονάχη.
Όχι δεν είναι αυτό ταπείνωση του χρόνου
δεν είναι νίκη ενάντια στο θάνατο.
Μας παίρνει ο έρωτας
γέφυρα της στιγμής
και μεις –σημεία θανάτου– θα προσφέρουμε
καινούργια σάρκα στο ανθρωποφάγο σκότος.
Όσο το νέο κορμί σου
αγκιστρώνεται στον καιρό
και δρασκελίζει ανυπόμονα
τις φορτωμένες ημέρες,
η δική μου ζωή πηγαίνει σαν ξένη,
πηγαίνει,
πηγαίνει μονάχη.
(Ο ΞΕΝΑΓΟΣ ΚΑΙ Η ΝΥΧΤΑ, 1981)
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
Βρίσκεις την αλήθεια μες στο ποίημα
όπως σκοντάφτεις σε μία πέτρα
στο φεγγάρι
τη βρίσκεις στα λόγια που δεν πρόσεξες
ή στη διαλυμένη μνήμη
που όλο καυχιέται για τα περασμένα
τ’ άγουρα χρόνια
τα κορίτσια.
Μα η αλήθεια είναι μισή καρπός
μισή σκουλήκι
χάλκινο ξίφος μυκηναϊκό
φθαρμένο απ’ τις σφαγές και τον καιρό
κοίτασμα που κοιμάται στην άργιλο.
Δεν έχει σώμα να την πιάσεις
ή ακόμα και όψη να τη θυμάσαι.
Την ονειρεύεσαι και παραμιλάς
σαν αγέρας που ξεχάστηκε στα βουνά.
Απλώς υπάρχει μες στο ποίημα
υπάρχει κάτω από τα μνήματα των λέξεων
ανασαίνει κρυφά
την ώρα που βλέπεις
να βγάζει κέρατα ο τελευταίος σου στίχος.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Δεν διαλέγει τις λέξεις
εκείνες τον αναζητούν
τρυπούν την καρδιά του
ορμούν στη φωνή
κι αλλάζουν τους ήχους.
Ύστερα πέφτει ο ουρανός
καινούργιο δέρμα στα τοπία
κι ανοίγουν τα φτερά τους τα δέντρα
καταπίνοντας σιωπή.
Δεν ακούει
οι φωνές τον γυρεύουν
πουλιά της μουσικής υπεριώδη
διασχίζοντας παράταιρες χώρες
ακίνητες βαθιά μες στον ορείχαλκο.
Μετά πάλι
το φως γεμίζει αράχνες
κι ακούγονται όπως πριν
οι κουβέντες των άλλων γύρω του.
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ
Εάν η διάρκεια της στιγμής είναι μεγάλη
δηλαδή όσο κρατάει ένα τοπίο στη μνήμη
ή το παλιό κρασί μέσα στις φλέβες
τα δέντρα θα εξακολουθούν
να μας διδάσκουν τον καιρό
με φυλλώματα και πουλιά
κι ο ήλιος
τροχίζοντας τα μαχαίρια του.
Τότε ίσως να καταλάβεις
πως ο χρόνος φωλιάζει στα μάτια μας.
Όσα βλέπεις
μετρούν την καρδιά σου
όσα θυμάσαι
δίνουν ανάστημα στην ψυχή.
Τα μάτια μας
αποθηκεύουν τον καιρό.
(ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΡΟΦΗ, 1990)
Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/%CE%B1%CE%BB%CE%AE%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CF%88%CF%85%CF%87%CE%AE-%CE%B3%CF%85%CF%81%CE%BD%CE%AC%CF%82-%CF%83%CF%84-%CF%89%CF%81%CE%B1%CE%AF%CE%BF-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CE%BF%CE%BB%CE%BF/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου