I
Τηλεφωνεί συχνά από το
Σίδνεϊ.
Στέλνει φωτογραφίες.
Όταν πέθανε η νύφη της,
γυναίκα του αδερφού της
που σκοτώθηκε στα δίσεχτα τα
χρόνια,
λίγο πριν το ξόδι χτύπησε το
τηλέφωνο.
Της είπαν είμαστε καλά προσώρας να το κρύψουν.
Η Όλγα λέει.
Μιλώ μαζί της στο μυαλό μου
τόσα χρόνια.
Απόψε μου είπε πως θα φύγει.
Στην ώρα από μακριά από το
Σίδνεϋ
αποχαιρέτησε πικρά.
II
Παντρεύτηκε από φωτογραφία
λίγο μετά την Κατοχή.
Σαράντα μέρες στο κατάφορτο
απ΄ τα νιάτα τους
καράβι Ελληνίς,
προτού δει αν αγαπηθεί μ΄
αυτόν που πάει να ζήσει,
προτού ακόμα δει τη νέα γη,
φύτρωσε τρυφερό σπαράγγι μέσα
της η ελπίδα
να γυρίσει.
Γύρισε του χωριού τα χώματα
μετά πενήντα χρόνια.
Βρήκε χαλάσματα, φαντάσματα.
Οι συγγενείς απόλιγοι, χέρσα
χωράφια.
Οβριές στους όχτους και
σπαράγγια,
ανθισμένες καυκαλήθρες,
μαργαρίτες, παπαρούνες,
η γη μονάχα
αρχές Απρίλη έστρωσε πάλι
ωραίο χαλί.
Η πατρίδα που τις πέταξε στις ερημιές του κόσμου
να καρπίσουν
τώρα ευημερεί.
Καφετέριες, σούπερ μάρκετ,
διαμερίσματα.
Σόγια διαλυμένα.
Σκόρπισε το σμάρι του μυαλού της.
Η σπαραγγιά που πέταγε στο
Σίδνεϊ όλο βλαστάρια νέα
ξεράθηκε απ΄ τη ρίζα.
III
Μακάριος σκέφτομαι απ’ το
χωριό ένας
ονόματι Αναστάσης.
Να φύγεις
του ’πε ο πατέρας του, να βρεις ψωμί να
ζήσεις.
Στην Αυστραλία θα πας.
Η Γερμανία είναι κοντά κι αν δε βαστάξεις θα γυρίσεις.
Έφυγε είκοσι χρονών.
Μετά από χρόνια έστειλε
χαιρετίσματα στη μάννα του.
Είμαι καλά, έχω δουλειά. Πήρα
γυναίκα ξένη.
Ξένα μιλούν και τα παιδιά.
Να μη με περιμένεις.
Με αυτά τα χαιρετίσματα
η μάννα του πορεύτηκε ως τον
τάφο.
Και ο Αναστάσης
πορεύτηκε στα ξένα
καλύτερα από τη θεία τη
Μαριγώ,
που άφησε άγρια σπαραγγιά
μες στην καρδιά της να
φυτρώσει.
IV
Όλο μπόι πετά το τρυφερό
σπαράγγι
όλο διακλαδώνεται.
Κι όποιος δεν ξέρει
τί αγκάθι γίνεται όταν
ξεραθεί
το τρυφερό σπαράγγι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου