Η τελευταία που ερωτεύτηκα γυναίκα
σήκωσε μια ξερολιθιά στ' αμπέλια μου
και την είπε αγάπη• είκοσι ξωτικά
τρέχοντας από βαγόνι σε βαγόνι
κι εγώ αγκομαχούσα στις χειρολαβές.
Ήρθε με ομορφιά αγκαθερή, σκέρτσο,
γράδα σωστά στο μούστο της, ίσα που να τσιμπάει
τον ουρανίσκο. Να πίνεις, να μεθάς, να μη χαλιέσαι.
Ήρθε με μάτια μύγδαλα παιδιού
που αθώα μένουν όσο παιδεύει το κουτάβι του
πείσμα χωριάτικο και στο κεφάλι μηχανή
που τη δουλεύανε οι βάρδιες του διαόλου.
Με στήθια ήρθε μαρμαρόχτιστα και ρώγες
μοσχομύριστα κοράλλια• πίσω χτυπούσε μια καρδιά
σκληρό σφεντάμι κι ελάτι τρυφερό. Ένα βιολί σπασμένο.
Τίποτα συνταρακτικό ως εδώ!
Κι έγινε όλα μου τ' αλλοτινά
όσες λησμόνησα κι όσες που διαβατάρικα πουλιά
περνούσαν απ' το νου μου• όσες με ξέχασαν
ή ακόμα με θυμούνταν• μαινάδες ξέφρενες
χυμούσαν να με κομματιάσουν.
Πήρε να βρέχει χωρίς σταματημό.
Κι ήρθε με το νερό που 'πεσε μονομιάς
για όλα τα χρόνια της άνυδρης αγάπης -
τα πρώτα και τα ύστερα. Όλα γινήκαν θάλασσες.
Μ΄ένα κομμάτι ουρανό στο στόμα
έκατσα τρία χρόνια κάτω απ' το νερό
κρατώντας την ανάσα μου. Ούτε που ξέρω πως, μα
μ' ένα νοκτούρνο ήρθε του Ντε Φάλια
κι ένα ανδαλουσιανό ντουέντε· με τα φάντος της Κόιμπρα
γιομάτα μαύρους ήχους.Έρωτας σκότιος μας έβρισκε
τ' απομεσήμερο με το βαθύτερο της νύχτας
το γαλάζιο μέσα μας• τρυπούσε η σάρκα το κουκούλι.
Πάτημα που δεν άγγιζε τη γη, κόκαλα κούφια νυχτερίδας,
άκουγε με το δέρμα του πόθου τα στενάγματα
και στον αέρα τα κατάπινε σαν έντομα.
Γατόπαρδοι τα ντελικάτα χέρια της
έφταναν στο κορμί και το γκρεμίζαν σαν γαζέλα
με του νυχιού τ' αδράχτι.
Ω γκρέμια μου εσείς βαθιά κι αγαπημένα!
Πώς με καλούσαν οι ανεμόσυρτες,
τραγουδιστές, φωνές σας για να πέσω;
Κι ως έπεφτα φτερά φυτρώναν πάλι στα πλευρά μου.
Τίποτα συνταρακτικό ως εδώ!
Κι εγώ ο ποιητής, έφερνα γύρα τα βουνά
κι έφτιανα τρίλλιες, ευγενικά καλώντας
τ' αηδόνια να τις παραβγούν.
Γελώντας που στα σοβαρά στοχάζονται τον έρωτα
ανέραστοι φιλόσοφοι.
Γελώντας που σειρά οι νεκροτόμοι
με νυστέρια στομωμένα τον ανοίγουν:
«Μα ζήστε! ζήστε με το μολύβι στην καρδιά
που αν κουνηθεί χιλιοστό πεθάνατε.
Νεκροί και ποιητές την ίδια ώρα.»
Πάει καιρός που κόπασε ο τυφώνας
και πέτρωσε του ηφαίστειου η στάχτη.
Γιατί η αγάπη όλα γίνεται 'ξον από τίποτα.
Μου λέει για το μικρό της γιο κι εγώ σαχλοκουβέντες
που ακούει σαν τα γλυκόλογα που της ψιθύριζα στ' αυτί
καθώς το ξέρουμε καλά πως από τούτο έπειτα
που μήτε ο θάνατος μπορεί να το κουνήσει απ' τη γη
μήτε η ζωή να τ' αναστήσει πάλι
τίποτα συνταρακτικό δεν έχει.
.
(Σκόρπια Ποιήματα 1985 – 2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου