Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025

Νίκος Εγγονόπουλος - Ποιήματα

 ΠΑΡΑΦΑΣΙΣ

     ή
Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ

τί είναι στη ζωή πού να μην είν’ αίνιγμα
     γρίφος;
μά κι’ η ζωή η ίδια δεν είναι γρίφος
      αίνιγμα;
τι δυστυχία οι τεχνοκράτες
μέσα στην τύφλα απ’ ολούθε πού τους περιζώνει
να παραμένουνε
στις κούφες πεποιθήσεις (;) τους
ισχυρογνώμονες
πεισματωμένοι
γινατζήδες

του ποιητή
πιά μόνη-θεόθεν-σωτηρία λύσις
παρηγόρηση
μένει η κοιλάς με τις τριανταφυλλιές
ό έστι
μεθερμηνευόμενο
η κοιλάδα των ροδώνων  

Ο ΒΕΛΙΣΑΡΙΟΣ
              …….. sous ses habits dechires et poudreux,
             effranges par le temps, cardes par la misere….
                              CASIMIR DELAVIGNE

σά βόγγαε η άγια αυτοκρατορία
από τα δεινά
όταν το έθνος λύγαε από
τις επιθέσεις των Βαρβάρων
κι’ η επικράτεια ολόκληρη γονάτιζε με τ’ αλλεπάλληλα
των εχτρών χτυπήματα
πάντα σ’ αυτόν προσφεύγαν
για ν’ απαλλάξη τη χώρα από τα βάσανα
απ’ αυτόν πάλι επροσδοκούσαν
την απολύτρωση
τη σωτηρία

κι έπειτα;
έπειτα: πού τον ξέραν
πού τον είδανε;

Έτσι
στους τελευταίους ακριβώς χρόνους της φθίνουσας περιόδου
     «του ‘30»
αναμεσίς
στους φιλόδοξους με τ’ ακαθόριστα σχέδια
τους άγρια λυσσαγμένους-παρ’ όλο το ισχνότατο των εφο-
    δίων τους-
για μιάν όσο μπορούσαν πλατύτερη επικράτηση
τους άγουρους-σαλιάρηδες-διακονιαρέους και κλέφτες
     της δόξας
ξεκίνησε νεώτατος ο Βελισάριος
παρέα με τον Ανδρέα Εμπειρίκο
να δημιουργήση
και να ζήση     

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ
σά να μην έφτανε
πώς η ζωή
είν’ τόσο σύντομη
είν’ τόσο λίγη
μας
τηνέ κάμουνε
τόσο συχνά
-και δίχως λόγο-
κι’ οδυνηρή

γι’ αυτό κι’ εγώ γυρνάω
από σκοντράδα
σε σκοντράδα
ξεμπετουργιασμένος
και τραγουδώ

ΔΙΩΝΗ
Si les hommes voyaient ce qui est sous la
peau, doues comme les lynx de Beotie d’ in-
terieure penetration visuelle, la vue seule des
femmes leur serait nauseabonde: cette grace
feminine n’ est que saburre, sang, humeur,
fiel (….) et saletes partout.
      ODON DE CLUNY

οι άντρες ποθούν το κάλλος
οι γυναίκες αφειδώς το προσφέρουνε:
αυτό το παραδεχόμαστε
κι’ εμείς
οι απόγονοι των Μαραθωνομάχων

γι’ αυτό δεν έχουν λόγο
το έτος της γυναίκας
κι άλλες ανόητες φασαρίες
και τα μασκαριλίκια
των σουφραζεττών

από το «τη Υπερμάχω Στρατηγώ»
τις κρητικές μαντινάδες
τον «Αρφάβητο της Αγάπης»

από τους ιθυφαλλικούς χορούς των προγόνων
ίσαμε το
«αυτά τα μαύρα μάτια
Πού με κοιτάζουνε
χαμήλωσέ τα φώς μου…»
πείθουν τους πάντες
για της προτάσεως
το ακριβές

με λόγο και με έργο
όλοι συνθέτουμε λαμπρές ανθοδέσμες
και αέναα
τις προσφέρουμε
των γυναικών

 «ΕΝΑ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ»
Οι Κούροι που ορθώνονταν στα ελληνικά ακρογιάλια
Μην πήτε πώς αφήσανε τούτο τον έρμο τόπο.
Αυτή η γης, η μαύρη γης, η χιλιοπικραμένη,
Ποτέ της δεν σταμάτησε να βγάζη παλληκάρια.
Κι’ αν χύνουμε τα δάκρυα, κλαίγουμε το χαμό τους,
Και η χαρά μας ειν’ τρανή που είχαμε τέτοι’ αδέρφια.
Ποιος θέ να κλάψη το χαμό τόσων παλληκαριώνε;
Εγώ θα κλάψω και θα πω το τι άξιζε ο καθένας.
Αλλ’ όμως τώρα τραγουδώ το Μήτσο Αστερίου,
Πού ήταν αϊτός της Ρούμελης, πύργος στην Αταλάντη,
Στην αντρειά, στη λεβεντιά, πρώτος μέσα στους πρώτους,
Του Δίκιου και ης Λευτεριάς τ’ άξιο το παλληκάρι.
Μεγάλη ωσάν τα βουνά είτανε η καρδιά του,
Κι η σκέψη του είταν ψηλή ωσάν τα κυπαρίσσια.
Εργάτες ρίχτε τα σφυριά, ρίχτε τα εργαλεία,
Και με τά χέρια λεύτερα μουντζώστε τους φασίστες.
Οι άτιμοι ωμόσανε, στη νύχτα που τους ζώνει,
Τον Κόσμο να σκλαβώσουνε, ν’ απλώσουν τα σκοτάδια.
Και τώρα σφίχτε τις γροθιές, ψηλά σηκώσετέ τες,
Όλοι μαζύ να ψάλλουμε της Εργατιάς τη Νίκη:
Και να ο Μήτσος έρχεται, πάνω στη γής βαδίζει.
Το πρόσωπό του είν’ χλωμό, έχει πικρό τ’ αχείλι,
Όμως πάντα στα μάτια του η καλωσύνη λάμπει.
Αυτός πού μόνο Πίστεψε, πού είταν όλος Αγάπη,
Για δέστε πώς μας έτεινε τα ματωμένα χέρια,
Στα ξεσκισμένα στήθεια του απάνω να μας σφίξη.

Στον τοίχο πού τον έσουρναν, τυφλό, νάν τον σκοτώσουν,
Στο μέρος όπου ακούμπησε το ευγενικό κορμί του,
Οι πέτρες δάκρυα στάζουνε και σκούζουν στοιχειωμένες.
Κι’ ένας αετός, ρωμηός αετός, όλο εκεί πετάει,
Και των φτερών του τη σκιά ρίχτει στο μαύρο τόπο,
κι όλο βογγά, ξερνά χολή, και όλο βλαστημάει.

ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΟΥΣ ΒΙΟΤΙΚΟΥΣ
πρόσεξε: αυτός ο οιδίπους
πού πρόκειται να συναντήσουμε
στη διχάλα των βοιωτικών δρόμων
όχι: δεν είναι ο Οιδίπους της μυθολογίας

παρ’ όλη την οιονεί ελεφαντίαση
την ποδάγρα-την ακρομεγαλία-
απ’ την οποίαν πάσχει
σ’ το λέω δεν έχει σχέση καμμιά με τον Οιδίποδα τον παλαιό
ούτε και την μητέρα του πώς πρόκειται να παντρευτή

άσ’ τονε ακόμη λίγο και θα προχωρήση
κι’ ύστερα-σε λίγο πάλε-μια για πάντα θα χαθή

όμως κείνος ο μαύρος σκύλος
πού κείτεται στη μέση του δρόμου του ηλιόλουστου
-του «ηλιόλουστου» απ’ τον ήλιο πού πάει να βασιλέψη-
κοιμισμένος ή νεκρός ανάμεσα στις γκαβαλίνες
έ! λοιπόν αυτός είναι
αυτός είναι κάτι

μάθε το: είναι η Σφίγγα του παραμυθιού
ως έπεσε απ’ το βάθρο
σαν είδε
πώς «μυστικό»
δεν υπήρχε πιά.

Πηγή: https://giorgosbalurdos.blogspot.com/2018/11/blog-post_22.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μάριος Χάκκας - Γκορ­πι­σμός

ΓΚΟΡΠΙΣΜΟΣ κι ἐ­λα­φρὰ νευ­ρα­σθέ­νεια. Σκουν­του­φλῶ στὸ παρ­κό­με­τρο καὶ βρί­ζω τὸν ὅ­ποι­ο δι­α­βά­τη, «βλα­κόμου­τρο», αὐ­τὸν ποὺ γε­λά...