ΓΡΑΜΜΑ
Να μην ανησυχής λοιπόν. Είμαι πολύ καλά.
Στέκομαι καθώς στέκονται τ' αγάλματα
στους κήπους και στις ανοιχτές πλατείες,
όταν τ' αφήνουν οι αστοί τις νύχτες
δίχως έρωτα
(τι τον χρειάζεται τον έρωτα εν' άγαλμα;)
χωρίς φιλιά, χωρίς συμπόνια
(τι μπορεί να αισθανθή εν' άγαλμα;)
Είμαι πολύ - πολύ καλά.
Δες με αν αμφιβάλλης.
Βλέπω σαν προτομή από γύψο.
Κι' ειν' η ζωή μου
ένας φρουρός στρατιώτης
που 'χει την εύκολη δουλειά
να κάνη απλώς ό,τι του λέγει ο λοχαγός του.
Είμαι, σου λέω, καλά.
(Καλησπέρα! Καληνύχτα σας!
Τι κάνετε;)
Πολύ καλά. Να μην ανησυχής.
ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΕΓΚΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ
ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ ΕΡΧΟΜΑΙ
Που λέτε, μια ολόκληρη ζωή σχεδόν
από τον έναν άνυδρο και φυσικά παντέρημο πλανήτη
στον άλλο και στον άλλο του μεγάλου αστερισμού
των εγκλίσεων και των χρόνων
του ρήματος «έρχομαι»
«Έρχομαι» μου λέγαν δηλαδή
(έγκλιση οριστική και χρόνος ενεστώς)
κι έπειτα «Ερχόμουνα» (σε παρατατικό)
«μα μ’ έπιασε η βροχή»
«Ήρθα» (σε χρόνο αόριστο) «αλλ’ είχες φύγει πια»
«Θα ‘ρθω και πάλι αν κατορθώσω» (Μέλλων)
Και μ’ όλα τ’ «αν», τα «θα» και τα «αλλά»
που συνόδευαν Παρατατικό, Αόριστο και Μέλλοντα
είχα μια απεριόριστη πεποίθηση – πιστεύτε με –
Ήτανε χρόνοι Οριστικής – πώς ν’ αμφιβάλλεις; -
Αν και τότε ο ερχομός τους
έμπαινε πια σε πλαίσια ιστορικά
μιας δηλαδή κατά το μάλλον κι’ ήττον
πιθανής αφίξεως.
Ο Παρακείμενος με τον Υπερσυντέλικο
δε μ’ έπεισαν ποτέ βεβαίως.
Σε τι θα μ’ ωφελούσε άλλωστε;
Χρόνοι παρωχημένοι κι άσχετοι τελείως
με τ’ αύριο ή το τώρα
που σε κάνουν παρανάλωμα,
«Έχω έρθει» κι «είχα έρθει»
Τότε, μ’ άλλα λόγια,
Και;
Το ζήτημα ήταν ΤΩΡΑ τι γινόταν.
Τίποτα δε γινόταν, σήμερα το απόγευμα
το βράδυ έστω αργά.
Οι χρόνοι της Οριστικής
τελειώσανε και κλείσανε
στο «τότε», στο «αν» στο «θα» και στο «αλλά»
Μετά οι σαθρές της Ευκτικής
και τόσο λίγο προσιτές ελπίδες
(να ‘ρχόσουνα, να ‘ρχόσουν και τι να ‘ταν!)
ουσιαστικά στηρίχτηκαν
στ’ ανύπαρκτα ερείσματα της Υποτακτικής:
«Αν έρθω», «όταν έρθω», για να ‘ρθω..»:
Υποθέσεις δίχως θέσεις
Σύνδεσμοι χρονικοί και τελικοί
χωρίς σκοπό, μετέωροι στο χάος του αορίστου
που δια μέσου τους μοιραία οδηγήθηκα
στης Προστακτικής τις παραισθήσεις.
Μ’ άλλα λόγια, ό,τι δεν είναι εφικτό
με την Οριστική, την Υποτακτική
την Ευκτική (ναι, Θέ μου, τόσο ευχετική!)
είχα την ψευδαίσθηση ότι θα πετύχαινα
προστάζοντας «Να ‘ρθείς. Ξεκίνα.
Τέσσερις η ώρα. Στις πέντε να ΄σαι δω».
Ενώ η Προστακτική δεν είν’ επίτευξη.
Πρόκειται για μια μονάχα ακόμη φαντασίωση
που διαρκεί ως τις πέντε, έξι το πολύ.
Περνάει καμιά φορά στις ικεσίες:
«Ελέησον και σώσον», έλα, λόγου χάριν
και σε λίγες περιπτώσεις μόνο
λίγων τυχερών
γίνεται κυριολεκτική.
Μια ποιοι ‘ναι κείνοι που προστάζουν
δίχως την ψευδαίσθηση μονάχα πως προστάζουν;
Στις νόθες καταστάσεις του Απαρέμφατου
προσπάθησα ένα διάστημα μετά
να βρω μια διέξοδο.
Μα τι σημαίνουν άραγε το «ιέναι» και το «ελθείν»;
Ότι έρχεσαι, ότι ήρθες, να ‘ρχεσαι, να ‘ρθεις
κι αν ήρθες κι είχα φύγει να ξανα ‘ρθείς
να ξαναρχόσουν, να ‘ρθεις αν θέλεις να ‘ρθεις.
Γύρισα πλησίστιος στους υποθετικούς
τους ειδικούς, τους τελικούς συνδέσμους:
πάλι στα φαντάσματα της Υποτακτικής
και λίγα βήματα πιο πέρα
προσγειωνόμουν γυμνός κι αμέτοχος
στης Μετοχής τη μπλόφα:
Της Μετοχής των ερχόμενων τε και ιόντων
των εληλυθότων – α ναι – και των ελθόντων
Εκείνων που έρχονται και θα ‘ρχονται
μα θα τους πιάνει πάντοτε η βροχή στο δρόμο
που ήρθανε
που ‘χουν κι είχαν ΄ρθει
όταν οι πλανήτες των εγκλίσεων
και των χρόνων του ρήματος «Έρχομαι»
όλοι τους, όλοι τους
μ’ είχανε κλείσει έξω από την τροχιά τους.
ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟ 1960
- Ο ποιητής έρχεται.
- Καλώς τονε· λοιπόν;
- Ο ποιητής φεύγει.
- Λοιπόν; Καλό ταξίδι.
- Του ποιητή οι νύχτες είναι δάσος
που μόλις μπαίνει κάτω από τα δέντρα του
το δάσος παραδόξως παίρνει πυρκαγιά.
- Να πάρει λουμινάλ να κοιμηθεί.
- Ο ποιητής καίγεται.
- Έπαιζε ανέκαθεν μ’ ευφλέκτους ύλας·
Λυπούμεθα, αλλά το ’ξερε:
Οι φίλοι του δεν ήταν πυροσβέστες.
Ο ποιητής πεθαίνει· πέθανε.
Λυπούμεθα· να νεκρολογηθεί.
Στείλτε στην κηδεία του λουλούδια φυσικά
κι ας τελειώνουμε·
οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους
αφού ο ποιητής πέθανε.
Εμείς ακόμα συνεχίζουμε:
Έχουμε φεστιβάλ ελληνικών ταινιών
έχουμε τον «καημό της ρωμιοσύνης»
την Κάλλας στην Επίδαυρο
την Ίλια που «Ποτέ την Κυριακή»
τον Κένεντι στα πρόθυρα.
Συνελόντι ειπείν
είμεθα
Α - πη - σχο - λη - μέ - νοι.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ
Μες στην καρδιά μου ακούγεται ένα ποίημα.
Αντηχεί, σ’ όλο μου το σώμα η μουσική του
κι όταν είμαι απαυδισμένος μου δίνει φτερά,
μου ψιθυρίζει «όπου να ’ναι ξημερώνει. Να!»
όταν γίνεται η νύχτα αιωνιότης.
Ποτέ δεν το ’γραψα.
Δεν μπόρεσα να κάνω συλλαβές,
τους στίχους του και λέξεις.
Να γράφω μουσική δεν ξέρω,
και σκέφτομαι συχνά
πως αν το γράψω κάποτε
θα ’ναι για να πεθάνω.
Γιατί, μετά δεν θ’ απομένει
τίποτα πια να πω.΄
Αντλήθηκαν απ' το προφίλ της Χαριτίνης Ξύδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου