Στο ρόδινο μακάριο φως, να με, ανεβαίνω της αυγής,
με σηκωμένα χέρια·
η θεία γαλήνη με καλεί του πέλαου, έτσι για να βγω
προς τα γαλάζια αιθέρια·
Μα ω οι άξαφνες πνοές της γης, που μες στα στήθια μου χιμάν
κι ακέρια με κλονίζουν!
Ω Δία, το πέλαγο είν’ βαρύ, και τα λυτά μου τα μαλλιά
σα πέτρες με βυθίζουν!
Αύρες τρεχάτε, — ω Κυμοθόη, ω Γλαύκη, — ελάτε, πιάστε μου
τα χέρια απ’ τη μασκάλη.
Δεν πρόσμενα έτσι μονομιάς, παραδομένη να βρεθώ
μες στου Ήλιου την αγκάλη…
Πηγή: Αντίδωρο: Αθήνα: Γαλαξίας 1967.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου