Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ
Δε θα μπορέσω ποτέ να σε συναρμολογήσω τελείως,
Με όλα σου τα κομμάτια, κολλημένο και κανονικά αρθρωμένο.
Γκαρίσματα, γρυλίσματα γουρουνιών και ασελγή κακαρίσματα
Προβαίνουν μέσα από τα μεγάλα σου χείλια.
Είναι χειρότερα κι από στάβλο.
Ίσως να θεωρείς τον εαυτό σου ένα μαντείο,
Φερέφωνο των νεκρών, αυτού του θεού ή του άλλου,
Τριάντα χρόνια τώρα έχω προσπαθήσει
Να βγάλω τη λάσπη μέσα από το λαιμό σου.
Δεν έγινα πιο σοφή.
Ανεβοκατεβαίνοντας μικρές σκάλες με τενεκέδες κόλλας
και κάδους με απολυμαντικό
Σκαρφαλώνω σαν ένα μερμήγκι σε πένθος
Πάνω στα χορταριασμένα στρέμματα του μετώπου σου
Για να επιδιορθώσω τις τεράστιες επιφάνειες του κρανίου σου
και να καθαρίσω
Τους φαλακρούς, άσπρους όγκους των ματιών σου.
Ένας γαλάζιος ουρανός μέσα από την Ορέστεια
Φτιάχνει ένα θόλο πάνω μας. Ω πατέρα, μόνος σου όπως είσαι
Είσαι εκφραστικός και ιστορικός σαν το Ρωμαϊκό Φόρουμ.
Βγάζω να φάω πάνω σ' ένα λόφο μαύρου κυπαρισσιού.
Τα κόκαλά σου σαν τόξα και τα ακάνθινα μαλλιά σου σκόρπια
Μέσα στην παλιά τους αναρχία ως τη γραμμή του ορίζοντα.
Θα χρειαζόταν κανείς περισσότερο κι από ένα κεραυνό
Για να φτιάξει ένα τέτοιο ερείπιο.
Νύχτες καθόμουνα σκυμμένη στο κέρας της Αμαλθείας
Του αριστερού σου αφτιού, μακριά από τον άνεμο,
Μετρώντας τα κόκκινα άστρα κι αυτά στο χρώμα του δαμάσκηνου.
Ο ήλιος ανατέλλει κάτω από το στύλο της γλώσσας σου.
Οι ώρες μου έχουν παντρευτεί τη σκιά.
Δεν περιμένω ν' ακούσω πια το γδάρσιμο μιας καρίνας
Στις απρόσωπες πέτρες της αποβίβασης.
*
Ο ΑΙΤΩΝ
Πρώτα απ' όλα, ανήκεις στο δικό μας κύκλο;
Έχεις
Ένα γυάλινο μάτι, ψεύτικα δόντια ή ένα δεκανίκι,
Ένα ορθοδοντικό τόξο ή ένα αγκίστρι,
Πλαστικά στήθη ή ένα καβάλο από πλαστικό,
Ράμματα που να δείχνουν ότι κάτι σου λείπει; Όχι, όχι;
Τότε
Πώς να σου δώσομε εμείς κάτι;
Πάψε να κλαις.
Άνοιξε το χέρι σου.
Άδειο; Άδειο. Εδώ είναι ένα χέρι
Να το γεμίσει και πρόθυμο
Να φέρει καφέ και να εξαλείψει τους πονοκεφάλους
Και να κάνει ό,τι του πεις.
Θα το παντρευτείς;
Είναι εξασφαλισμένο
Ότι θα σου κλείσει τα μάτια στο τέλος
Και θα διαλυθεί από λύπη.
Φτιάχνομε καινούργιο απόθεμα από τ' αλάτι.
Βλέπω ότι είσαι τελείως γυμνός.
Τι λες γι' αυτό το κοστούμι -
Μαύρο και σκληρό, αλλά όχι κακό.
Θα το παντρευτείς;
Είναι αδιάβροχο, άθραυστο, βεβαιωμένο
Για τη φωτιά και τις μπόμπες από το ταβάνι.
Πίστεψέ με, θα σε θάψουν μ' αυτό.
Τώρα το κεφάλι σου, με συγχωρείς, είναι άδειο.
Έχω το νούμερό σου.
Έλα εδώ, χρυσό μου, βγες από το ντουλάπι.
Λοιπόν, τι λες γι' α υ τ ό;
Κατ' αρχάς είναι γυμνή σα χαρτί
Αλλά σε είκοσι χρόνια θα είναι ασημένια,
Σε πενήντα, χρυσή.
Μια κούκλα ζωντανή, όπου την κοιτάς.
Ξέρει να ράβει, να μαγειρεύει,
Να μιλάει, να μιλάει, να μιλάει.
Λειτουργεί, δεν έχει καμιά βλάβη.
Έχεις μία οπή, είναι ένα κατάπλασμα.
Έχεις ένα μάτι, είναι μία εικόνα.
Αγόρι μου, είναι το τελευταίο σου καταφύγιο.
Θα το παντρευτείς, θα το παντρευτείς, θα το παντρευτείς.
Σύλβια Πλαθ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ
ΠΟΙΗΣΗ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Νανά Ησαΐα
Μπουκουμάνης
Εκδόσεις
Τσέπης
1974
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου