Περιμένουν στοιβαγμένοι
σε σώματα των 4ων,
ή των 8,
μετά τη δύση,
στην άκρη της πλατείας,
στις καρέκλες ενός κλειστού καφενείου,
ή στην άκρη του δρόμου.
Συλλογισμένοι, αγέλαστοι,
ψιθυρίζουν, με σκυμμένα βλέμματα,
μέσα σε κύκλο,
που κλείνει για να ορίσει,
να προστατεύσει,
να ενώσει,
να ενθαρρύνει.
Ηλιοκαμένοι, με τα πρόσωπα
αυλακωμένα
από βαθιές ρυτίδες---συνοριακές γραμμές,
που κρατάνε στο βυθό της χαρακιάς τους
τις μνήμες της βροχής,
της υγρασίας,
της ανέχειας,
της ταπεινής ανάγκης.
Είμαστε ακατάδεχτοι,
να τους καλέσουμε,
με το φως της μέρας,
στις γειτονιές μας.
Είμαστε ακατάδεχτοι
να τους φιλέψουμε λίγο απ τον μεζέ μας, - τον καλό -,
μαζί με λάδι ευλογημένο
απ' τις ελιές μας,
που τις μάζεψαν
Αυτές όμως
δε γνωρίζουνε αφεντικό και ιδιοκτήτη.
Αναγνωρίζουν μόνο,
τους ρόζους απ' τα χέρια,
και τον ξινό ιδρώτα,
και τα σκληρόπετσα τα
δάχτυλα, που ακουμπάνε τον καρπό τους.
Και με το τέλος του Νοέμβρη,
έτσι αθόρυβα όπως ήρθαν,
χάνονται,
σα φαντάσματα
μες στο χειμώνα.
Ύστερα, στο τραπέζι μας,
ευλογούμε
το λάδι στη σαλάτα,
στις προσευχές μας
ευχαριστούμε το θεό
και ως του χρόνου,
για τα φαντάσματα του
μόχθου,
ούτε μιλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου