Μονάχα ένα σκυλί κι εγώ κοιτάζαμε.
Το ποτάμι να φεύγει όπως ο πεθαμένος
γύρω γονατισμένα τα βουνά
εκείνο το κουρέλι
μαύρο ανεμίζοντας στα σύρματα
και κοντά στα βούρλα μια λιωμένη αρβύλα.
Κι ανάμεσα σε τούτες τις εικόνες
πάλι τα πολυβόλα στην καταχνιά
πάλι ο θάνατος η ακρίδα
πηδώντας από κορμί σε κορμί
πάλι να χάνω τον τόπο
να μην ξέρω πού βρίσκομαι
εδώ ή εκεί
στο άλλο ποτάμι σε τούτα τα βουνά
σε τούτο το χαντάκι σε κείνα τα πλατάνια
εδώ ή εκεί
ακούγοντας κάποιον να μου φωνάζει
απ’ την αντικρινή όχθη
χωρίς να ξεχωρίζω
μήτε τη φωνή μήτε τον άνθρωπο.
Ποια φωνή και ποιος άνθρωπος;
Αυτός που τον σκοτώνουν;
αυτός που μας σκοτώνει;
Το ποτάμι να φεύγει όπως ο πεθαμένος
γύρω γονατισμένα τα βουνά
εκείνο το κουρέλι
μαύρο ανεμίζοντας στα σύρματα
και κοντά στα βούρλα μια λιωμένη αρβύλα.
Κι ανάμεσα σε τούτες τις εικόνες
πάλι τα πολυβόλα στην καταχνιά
πάλι ο θάνατος η ακρίδα
πηδώντας από κορμί σε κορμί
πάλι να χάνω τον τόπο
να μην ξέρω πού βρίσκομαι
εδώ ή εκεί
στο άλλο ποτάμι σε τούτα τα βουνά
σε τούτο το χαντάκι σε κείνα τα πλατάνια
εδώ ή εκεί
ακούγοντας κάποιον να μου φωνάζει
απ’ την αντικρινή όχθη
χωρίς να ξεχωρίζω
μήτε τη φωνή μήτε τον άνθρωπο.
Ποια φωνή και ποιος άνθρωπος;
Αυτός που τον σκοτώνουν;
αυτός που μας σκοτώνει;
Μονάχα ένα σκυλί κι εγώ κοιτάζαμε.
Κατεβαίνοντας τώρα
εκεί που δεν ήταν τίποτε
να κοιτάξουμε.
Γιώργης Παυλόπουλος (Πύργος Ηλείας, 22 Ιουνίου 1924 – Πύργος Ηλείας, 26 Νοεμβρίου 2008)
Το σακί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου