Δε φάνηκεν, αλήθεια, (και νυχτώνει….)
-σαν κάθε βράδυ τέτοιαν ώρα, στο μπαλκόνι
δε φάνηκε ο αντικρυνός μικρός
πούναι καμπούρης και καχεκτικός.
Είν’ τα παράθυρά του, ωστόσο, φωτισμένα,
-και πίσω από τα τζάμια τα κλεισμένα-
περνούν ανήσυχες σκιές, μισοσβυσμένες,
-αχ, κάμε Θεέ μου, να μην είναι δακρυσμένες…
Είν’ τόσο ήρεμος, Θεέ μου, τόσο απλός,
κι είν’ η ψυχή του τόσο πονεμένη
σαν βγαίνει στο μπαλκόνι μοναχός
μόλις η νύχτα ερθεί, σκοτεινιασμένη…
Το μεσημέρι μένει ώρα πολλή
πίσω απ’ τις γρίλιες των κλειστών παραθυριών.
Και με τι προσοχή παρατηρεί,
στο δρόμο, τα παιχνίδια των παιδιών…
Αυτός δεν παίζει, κι ούτε που τολμά
να κατεβή, να τρέξη, στο στενό.
Κάποτε πούτρεξε κι αυτός, τάλλα παιδιά
φύγαν και τον αφίσαν μοναχό…
Κι όταν η μάννα του τού λέει: «Γιατί και σύ
δεν πας να παίξης όπως τάλλα τα παιδιά;»
«Βαρυέμαι» απαντάει αυτός σιγά.
Και τον περνούνε για ιδιότροπο πολύ.
Ύστερα, μελετάει το μάθημά του,
δίχως βοήθεια, μόνος, δυνατά…
-Κι είν’ η φωνή του σαν προμήνυμα θανάτου
ως αντηχεί, βραχνή, στη σκοτεινιά…
Μόλις βραδυάσει, βγαίνει στο μπαλκόνι.
Ούτε διακρίνεται στο σκότος το πυκνό.
Μια οκαρίνα είν’ η συντροφιά του η μόνη,
κι όλο σφυράει τον ίδιονε σκοπό.
Απόψε όμως δε φάνηκε. Και τρέμουν
οι σκιές στο δωμάτιό του το κλειστό…
Ω, πως φοβάμαι, πως φοβάμαι Θεέ μου,
μην του συνέβη τίποτα κακό…
Είν’ η ψυχή του πάντοτε θλιμένη…
Είναι καμπούρης και καχεκτικός…
Κάμε τουλάχιστον, Θεέ μου, η πονεμένη
ψυχή του νάναι ήρεμη διαρκώς…
Κι αν είναι να πεθάνη, ας μη το ξέρη…
Σε μια γλυκιά οπτασία ας βλέπη πως
στη γειτονιά του κάποιο μεσημέρι
με τάλλα τα παιδιά παίζει κι αυτός…
Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης (1899-1950)
(Δέκα ποιήματα, 1930)
Πηγή: http://www.thraca.gr/2019/02/1899-1950.html?fbclid=IwAR30ecWYWchM77OK6-pasDJMEppHtHnd1XQm1Rkf-gHE-OpVx-v0Xhr1SoE
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου