I
Σ’ αυτό το σπίτι βγάζουν τα παράθυρασπάζουν τις πόρτες σε χίλια κομμάτιααπό τις πόρτες τρεις άντρες μπήκανε χαρούμενοιπέντε γυναίκες βγήκαν δακρυσμένες
απ’ τα παράθυρα πετούν πολύχρωμα πουλιάμιλούνε —φίλοι μου— μιλούνε σαν ανθρώποικι έπειτα ήσυχα ήσυχα πεθαίνουντότε τα κάδρα γίνονται αυτά πουλιάκαι μία μία ανοίγουν τα φτεράοι σκυθρωπές μορφέςενός χαμένου κόσμου
απ’ τα παράθυρα πετούν πολύχρωμα πουλιάμιλούνε —φίλοι μου— μιλούνε σαν ανθρώποικι έπειτα ήσυχα ήσυχα πεθαίνουντότε τα κάδρα γίνονται αυτά πουλιάκαι μία μία ανοίγουν τα φτεράοι σκυθρωπές μορφέςενός χαμένου κόσμου
II
Αυτό το βουνό τόσο κοντά μουαπλώνω το χέρι ξεριζώνωτα δέντρα και τους θάμνους τουτους στύλους τους ηλεχτρικούς
αυτά τα πονεμένα δόντιαμιας απελπιστικά μοναχικής ζωής
αυτά τα πονεμένα δόντιαμιας απελπιστικά μοναχικής ζωής
Πάνω του τρέχουν πρόβατα πονηράείναι ποτέ τους πονηρά τα πρόβατα;μα αυτά δωπέρα πόνεσαν πολύ
κι έχουν απάνθρωπα βελάσματα
κι έχουν απάνθρωπα βελάσματα
Οι άνθρωποι εδώ γενήκαν ένα με την πέτραχτυπούν την πέτρα και σκίζουνε τα σπλάχνα τουςαπορούν κι ούτε που ξέρουνε να κλάψουν
Σήμερακοιτάξτε καλά αυτό βουνό
κοιτάξτε καλά αυτό το δάκρυ του θεούγιατί αύριο θα στεγνώσει
κοιτάξτε καλά αυτό το δάκρυ του θεούγιατί αύριο θα στεγνώσει
Αύριο δε θα βλέπετε πια τίποτα
III
Μπρος μου ψηλά σ’ αυτό το βουνόένας λευκός άνθρωπος κόβει μαργαρίτεςσωριάζει πέτρες μέσα σ’ αυτό το σάκο του θεούκάπου κάπου γυρίζει και με κοιτάζει λυπημένος
μου ρίχνει ένα λουλούδι ξακολουθεί το δρόμο του
μου ρίχνει ένα λουλούδι ξακολουθεί το δρόμο του
Στο στήθος μου φυτρώσαν κοπάδια μαργαρίτεςαυτός ο άνθρωπος είμαι εγώ
Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα, 29 Ιουλίου 1919 – Αθήνα, 29 Μαρτίου 2005) Η λησμονημένη (1945)
Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα, 29 Ιουλίου 1919 – Αθήνα, 29 Μαρτίου 2005) Η λησμονημένη (1945)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου