Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ- ΕΞΙ ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ



TELE-SCERZO (MΑ NON TROPO)

Ἔχε τὸν νοῦ σου. Μὴν μιλήσεις, μὴν μαλώσεις,
ὅταν ἡ ὀθόνη μᾶς κοιτᾶ. Θὰ τὴν θυμώσεις.
Μεμιᾶς θ’ ἁρπάξει τὴν ἀσπρόμαυρή μας μνήμη
σκύλα, ἡ ὀθόνη, κι ὅλα ράκος καὶ συντρίμμι.


Τρέχει τὸ φῶς της, βρέχει θάνατος, πλημμύρα.
Μὲ χίλιες γλῶσσες, λέει, πὼς μόνη μοίρα,
πολύχρωμη εἰκόνα, ἀφέντης, Ἄναξ,
εἶναι οἱ εἰδήσεις κι οἱ ρεκλάμες. Πάρε Xanax,


καὶ, πάλι δες, πὼς ἡ ὀθόνη μᾶς βγάζει
σὲ περιβόλι μαγικό, σὰν ξωτικὸ πρεβάζι.
Μα πάψε νὰ μιλᾶς! Ἀν πιο πολὺ θυμώσει,


Μια θάλασσα, μὲ κύματα τρελλά, θὰ στρώσει
κατάσπαρτη ἀπὸ πλῆθος νέων προϊόντων,
μὲ πλαστικὲς γραμμές, ἐκρηκτικών καὶ ξένων ὄντων.


Ἄκου τοὺς νέους προφῆτες, ἄκου offshore καὶ ΔΝΤ
κι ἔλα μαζί μας, στὸ κατάστρωμα τῆς νέας κιβωτοῦ.
Γιὰ νὰ χαζεύουμε σὲ σήριαλ τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ.


...................................................................................................................................................................
Τρίπτυχο γιὰ τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ

I

Νὰ στεγάσουμε λέξεις, ὅμως πῶς, κάτω ἀπὸ τ’ οὐρανοῦ τὰ
κύματα
εἶναι τὸ πράγμα δύσκολο. Θὰ πεῖτε
ἔχουν κι οἱ λέξεις οἰκογένεια κι ἀγωνίζονται νὰ τήνε βροῦν
τὸ πετυχαίνουν μόνον ἀδειάζοντας καὶ σβήνοντας στὸ ἀνείπωτο
φῶς
κρυμμένο ὅπως μυρίζει στὸ χλωρὸ ξύλο, στὶς χλόες τῆς ἀνοίξεως
ἐκεῖ ὁδήγησέ τες· ἄλλωστε ὑπάρχει
σπαργανωμένη μέσα τους ἡ ἄφθορη πατρίδα
τοῦ ἀθώου χρόνου σιταρένια Παλαιστίνη
στὸ πουθενά, στὸ πάντοτε καὶ στὸ παντοῦ, ἀναμμένα
αὐγινὰ περίχωρα οὐρανοῦ
Ἱεροσόλυμα τοῦ ἀθώου χρόνου –
Ἂς ριζώσουν, λοιπόν, οἱ λέξεις μας στοὺς γαλανοὺς ὑψισω-
ρεῖτες
κι ἂς σαλπίσουνε τὸν θάνατό τους νοήματα ἤχων
σημάντρων ὅπως
Μαρία, Ραββουνί, ὃ λέγεται καὶ
Μὴ μου ἅπτου


Πῶς γίνεται ἡ στιγμὴ ποὺ σελαγίζει στὰ φτερὰ τῶν ὀφθαλμῶν
ἥμερη ἐλπίδα, ἄλεκτη σὰν ἀστραπῆς μαχαίρι
κι εἶναι τὰ ἐρεβώδη στόματα παραδομένα πιὰ


στὴν καθαρὴ ἐπικράτεια τοῦ νεροῦ

...................................................................................................................................................................
II

Ταχὺς καὶ μακρινὸς
καθὼς δορκάδα χάνεται σὲ θολωμένο δάσος
στὸν σκοτεινὸ μου νοῦ καρφώθηκε ὁ κελαηδισμὸς
κι ἁπλώθηκε τοῦ ὀνόματός της ἡ πορφύρα
πλουτίζοντας μὲ λαμπερὴ βροχὴ τὸ αἷμα
καὶ τοῦ δικοῦ μου τοῦ κορμιοῦ.


Μαγδαληνὴ σπασμένο πικραμύγδαλο
γυαλὶ τοῦ μύρου ραγισμένο στὴ φανέρωση τοῦ πάθους
τότε ποὺ στὴν καρδιὰ τῆς θάλασσας, στὰ βάθη
σὲ πέταξε τὸ τόσο βάσανο
Τὸ πρόσωπό σου καμωμένο πέτρα
κι ἔρριχνες τῆς ψυχῆς σου τὰ μαλλιὰ στὰ ἔξαλλα δέντρα
καὶ τὸ φαρμάκι τῶν δακρύων σου στοὺς πέντε δρόμους
Ξενωτικὰ πουλιὰ σκορπίσαν τὰ δαιμόνια
σπάσανε τοῦ θανάτου τὴν καταπακτὴ
κι ἡ ἐλπίδα πῆρε πρόσωπο κι ἀναστημένη σάρκα
Μαγδαληνὴ Μαρία, μέσα στῆς πολιτείας τὸν θόρυβο
θαμμένος
μὲ βγάζει ἡ ἠχὼ σου ἀπὸ τὴν κάθε σκέψη κι ἀπὸ
τὰ λεκτικὰ μου γκρεμισμένος σκαλοπάτια κι ἀπὸ
τῆς ὅρασής μου τὴν τρομοκρατία


γεννήθηκε ἕνας τόπος γάργαρη πηγὴ


....................................................................................................................................................................

III



Γεννήθηκε ἕνας τόπος γάργαρη πηγὴ
πρωτόπλαστα ὅλα τρέμανε στὸ συντριβάνι τῆς χαρᾶς
μήπως δὲν ἔβλεπα νὰ κυματίζουνε φυτὰ
τὸν ἥλιο ν’ ἀνεβαίνει πολυέλαιος σὲ πανηγύρι;
Ζυγίζονταν στὸ βάρος τοῦ πουλιοῦ ἡ ψυχή, ἦταν ὁ τόπος
χάραμα Κυριακῆς· μοῦ ’δειχναν τὴ χαρὰ σου
δρόμοι καὶ κῆποι, κατοικίες ἀνθρώπων
γιατὶ κενὸς ὁ τάφος κι ἡ γαστέρα τοῦ Ἅδη διαρρηγμένη
κι ὄφειλε νὰ βαφτεῖ στοῦ Ἐσφαγμένου Ἀρνίου τὸ αἷμα,
νὰ δύσει ἡ ἀγάπη σου γερμένη στὸ μαῦρο χάσμα
γιὰ νὰ φανεῖ τὸ πρόσωπό του φωτεινὸ
μ’ ὅλη τὴν Χάρη τῆς Ἀνατολῆς


Γι’ αὐτό, Μαρία Μαγδαληνή, προσέρχομαι στὸν ὄρθρο σου
καὶ τὸ κερὶ ποὺ ἀνάβω πιὸ βαθὺ ἀπὸ φλόγα ὀνείρου ἂς γίνει
ν’ ἀξιωθῶ τῆς Χάρης, τὸ Αἷμα καὶ τὸ Σῶμα
Τὴν γλῶσσα τὴν Ἀμίλητη ποὺ καταπαύει τὸ λαχάνιασμα
τῶν λόγων
Στὴν ὑλικὴ βεβαιότητα τῶν Μυστηρίων Ἀχράντων.


(Πουλιὰ τῆς Νύχτας, Κέδρος 2005)

...................................................................................................................................................................

XX


Eadem sed aliter


Νυχτώνω κι οὔτε ἕνα ἄστρο μου δὲν λέει ν’ ἀνάψει.
Ὦ κρεμασμένη ἀγάπη στὸν Σταυρό, Κατάδικε Ἱερέ,
καταδικέ μου.
Σ’ ἀφήσαμε ὅλοι, ὅμως Ἐσύ δὲν ἄφησες κανέναν. Θεέ
μου.
Ποὺ μὲ κατέστησες ἐξ αἵματος Σου συγγενὴ κι ἃς μ’ εἶχα
θάψει.

Τῆς πέτρας μου τὰ ὕφαλα, τά ’καψε σκοτεινὸ νερό.
Ὦ τοῦ Σταυροῦ Κατάδικε Ἱερέ, καταδικέ μου.
Νυχτομαχία, νύχτα μὲ πέπλα ἐννιὰ γιορτή, κι ὁ θάνατος
φάντης καρό,
Ζωή μου, ἀπαρόμοιαστο εἶδος τοῦ θανάτου, ράκος τοῦ
ἀνέμου.


Ζωντάνεψέ μας! Κι ἂς πεθαίνουμε κάθε στιγμὴ ἀφοῦ
ἔκανες κάθε θανή μας νέα γέννα.
Γιορτὴ τῆς γλώσσας μου στὴν στάχτη μέσα νεόφυτη
παρθένα.
Αἱμορραγεῖ ὁ οὐρανὸς καὶ τῆς πλευρᾶς Σου ὁ κρουνός,
εἶναι τῆς δίψας μου ἡ πυγμή.


(Κροῦσμα, Κέδρος 2011)

...................................................................................................................................................................

XXI


Κανδηλάπτης



Νὰ πνίγει, νὰ σκοτώνει μέσα σου, ὁ ἀέρας τοῦ εὔχους,
φονικὸ
τὴν ὥρα ποὺ κι οἱ μέλισσες καὶ τᾶ λουλούδια τρέμουν
σὰν καντήλια
κι ὅπως τὸ μέγα καὶ τὸ σιδηροῦν σημαίνει –σ’ ὥρα
ὄρθρου; ἢ λυχνικοῦ; -
Χίλια φτερὰ νὰ ξεψυχοῦν στοὺς λίθους καὶ στὰ σπάρτα καὶ
στὰ χαμομήλια.


Δὲν εἶναι λίθος νὰ κρατήσει μέσα του τὴν πέτρα τῆς ζωῆς
κι οὔτε μιὰ λέξη γιὰ νὰ ζῆσει δίχως ξέστηθα ἀνοιγμένη
νὰ πεθάνει
δίχως σπασμένη ν’ ἀφεθεῖ στὴν πλημμυρίδα τῆς πηγῆς
καὶ στῆς πληγῆς της τὸ λαμπάδιασμα νὰ ξεπλυθεῖ καὶ νὰ
κερδίσει ὅ,τι χάνει.


Νήπια φωνή, ἄλλοτε κηρόπλαστη, ἄλλοτε σβησμένη με-
λωδία,
τινάζεται στὸ στόμα σου κόκκινος πίδακας, πήχτρα στὸν
μαῦρο σπόρο
καὶ κρούει· καὶ ξανακρούει «ἐν πράγμασι καὶ οὐχὶ ἐν
ρήμασιν ἡ ἀλήθεια». Βία
νὰ καταβάλλεις –αἷμα, ὀθόνια μόνα καὶ σουδάριο –τὸν
ἀληθινό σου φόρο.


Ἄσε, τώρα, τὰ σύνεργα. Πῆρε φωτιά, πῆρε νερὸ τὸ τραῦμα.
Τραγούδησε τὰ χρόνια σου, καρβουνιασμένα ἀποκαΐδια
ἢ κόκκαλα
λογάριασέ τα προσανάμματα, γιὰ νὰ μυρίσει ἀπὸ τὸ
πρόσωπό Του θαῦμα
κι ὅλη τὴν πίσσα ποὺ κολύμπησες, νὰ τὴν διαβάσεις
φωτισμένη σιγαλιά.


Πεντάστροφος τάχα ρυθμός, ὁμοιοκατάληκτος, ὁ κατη-
χούμενος στὸν νάρθηκα
τὴν ὥρα ποὺ ὁ Σταυρὸς Ἐκείνου ὑψώνεται κι ἡ ἀμφιλύ-
κη σφίγγει τὰ σκοτάδια.
Μὰ ἀστράφτει ὁ Βότρυς τῆς σιωπῆς. Στὰ φύλλα της ποὺ
στάθηκα
εἶπες -ὅταν, ἐκ τάφου ὀμβρήσαντος, τὸ φῶς -: Λάμπουν
τὰ λόγια μου ἄδεια.

(Κροῦσμα, Κέδρος 2011)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου