.jpg)
Ώρα, προσμένει μοναχή
η άμαξα, κάτω απ' τη βροχή,
και δεν τη μέλει.
κι είναι σα να την τυραννά
πιότερο η ξένη γειτονιά
που δεν τη θέλει.
Τ' αλογατάκια της, σιμά,
κάτω απ' τον ίδιο μουσαμά
κάνουν καρτέρι.
στον τόπο αυτόν, το θλιβερό,
πράμα δε μένει, από καιρό,
να το 'χουν ταίρι.
Γρίλιες δεν είναι, μήτε αυλές,
περικοκλάδες βαθουλές.
δεν έμειν' ένα
απ' τα φανάρια στη σειρά
με τα δυο μπρούτζινα φτερά,
τα σταυρωμένα.
Τ' ανώφλια επέσαν κι οι αγκωνές
κι οι ανεμοπέραστες, στενές,
οι γαλαρίες.
κι έφυγαν έντρομες, πολλές
κι οι θύμησες, σαν τις καλές,
σεμνές κυρίες.
-Άδεια "βιττώρια" και φτωχή,
πάρε μου εμένα την ψυχή,
πάρε με εμένα
για ταξιδιώτη σου: κι ευθύς
πάμε, όθε κίνησες να 'ρθείς:
στα Περασμένα.
στο Μαν. Αναγνωστάκης (επιμ.), Η χαμηλή φωνή. Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς, Νεφέλη, Αθήνα 1990, σ. 144-145.
Τέλλος Άγρας (Καλαμπάκα 1899-Ἀθήνα 1944)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου