Πολλά γέρικα τελώνια τραβάνε με τα δυο τους τα χέρια το σκοινί
της Καμπάνας. Και το μπρούτζινο τέρας, αφού έτριξε πάνω στους αρμούς του, βρόντηξε τόσο δυνατά, που όλοι ανοίξανε τα στόματα και βουλώσανε τ’ αφτιά τους. |
Μες στο δροσάνεμο,που αναγαλλιάζωκι ο νους βυθίζεταισε χάος γαλάζο,5ανθρώποι, αφήστε μενα ξεχαστώφωτοπερίχυτη,στόμα κλειστό.
Ποιό χέρι απλώθηκε10να με σπαράξει,— απ’ το χρυσόνειροστη μαύρη πράξη!Ο πρώτος ήχος μουπρώτη πληγή,15με τραβάς αίμα μου,ξανά στη Γη.
Ω σεις χαμόσυρτα,λερά σκουλήκια,η άλαμπη ζήση σας20ζήση ’ναι δίκια.Μια τρύπα ο κόσμος σαςκαι μέσα κειο Χάρος λύτρωσηκι ώρα γλυκή!
25Δεν είναι κέντρισμανα σας κουνήσει,κορμιά, που η άλυσοτα ’χει τσακίσει.Σκέψη, ποιός άνεμος30θε ν’ αξιωθείνα σ’ ανατάραζε,σκότος βαθύ;
Πίσω απ’ τα λόγια μου,πικρά φαρμάκι,35τί κόσμοι απέραντοι,βυθοί λουλάκι!Μάτι δε βρίσκεταινα θαμπωθείκι αφτί δε βρίσκεται40να λιγωθεί!
Να ’ταν να ξήλωνεναπ’ την καρδιά μουθέληση αβάσταγητ’ άγρια καρφιά μου45και να με σήκωνεςμ’ άξιο φτερό,σκέψη, που μέστωσεςμε τον καιρό.
Πάνω από θάλασσες,50πάνω από χώρες,με τους καλόκαιρουςκαι με τις μπόρεςνα με κατέβαζεςαγαλινά,55όπου τ’ ανθρώπινοπλήθος πονά.
Σε μίνες φόνισσεςμπουχές καζέρνεςλιμάνια ολόκαπνα,60βοερές ταβέρνες,σπιτάλια σκότεινακαι φυλακές,μπορντέλ’ ακάθαρτακαι προσευκές.
65Στα στήθη να ’μπαινασαν την ανέσα,σφυγμός βαθύριζοςστις φλέβες μέσα,στο νου σαν άστραμα70και στην ψυχή,ν’ αχούσ’ αδιάκοπατη διδαχή:
«Όλα τελειώνουνεκι όλα περνάνε,75ιδέες βασίλισσεςκακογερνάνε,στις νέες ανάγκες σου—κόπος βαρύς!—σκοπούς αλάθευτους80κοίτα να βρεις».
«Αν είν’ η σκέψη σουπριν από σένα,δεν είν’ απόκομμαθεού και γέννα:85τη σκλάβα σκέψη σου,σκλάβα δετή,σου τηνε πλάσανεοι Δυνατοί»
«Φτωχέ, σου μάραναν90κόποι και πόνοιτη θέληση άβουλη,πιωμένη αφιόνι!Αν είν’ ο λάκκος σουπολύ βαθύς,95χρέος με τα χέρια σουνα σηκωθείς».
«Τ’ άσκημα χέρια σου,των όλω αιτία,βαστάνε μάργελη100την Πολιτεία.Βγαίνει απ’ τα χέρια σουκάθ’ αγαθό,του ωραίου περίθετοτο χρυσανθό».
105«Σφίξε τα χέρια σου,για σένα κράτειτ’ άμοιαστον έργο σου,την Πλάση ακράτηκι όλο ανεβαίνοντας110προς τη Χαρά,μέσα σου θα ’νιωθεςαστρών σπορά!»
Κι όπου σε σφάζουνεδεμένον πίσου,115να βρόνταα άξαφνασεισμός αβύσσου,χίλια αστροπέλεκα:«Δεν είναι μπρος,είν’ αποπίσω σου120κρυφός ο οχτρός!»
|
·
|
Κανένας δεν κατάλαβε τί έλεγε η Καμπάνα. Γιατί καθένας άκουγε τη δική του τη σκέψη.
Κι ύστερα γυρίσανε όλοι στα σπίτια τους με τη φανφάρα, που έπαιζε χαρούμενα κομμάτια.
Εκεί στο σπίτι τούς ανάμενε γλυκό κρασί και ζεστή αγκαλιά.
Κι ήτανε όλοι τους βαθιά περήφανοι με την ιδέα, πως έχουνε την πιο καινούρια και την πιο μεγάλη Καμπάνα σ’ όλη τη Γης.
Active Member - Καμπάνα (ποίηση Κώστα Βάρναλη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου