…………………………
Ω, ναι, είναι ποικίλες οι φωνές που ακούονται ευκρινώς την νύκτα, όταν σε κήπους και αυλές πολύ το αιγόκλημα μυρίζει και η θλίψις με τους επιταφίους θρηνεί και μες στις πόλεις τριγυρίζει.
Ω, ήδιστον μου έαρ,
Γλυκύτατόν μου τέκνον
Πού έδυ σου το κάλλος.
Αι γενεαίαι νυν πάσαι
Επιταφίους ύμνους
Προσφέρουσι, Χριστέ μου.
Και ξαφνικά, σαν άρσις μιας νεφέλης, σαν αλλαγή του θυμικού σε μια περίπτωση κυκλοθυμίας, και άλλες φωνές ακούονται, φωνές χαράς μεγάλης:
Ο Άγγελος εβόα,
Τη Κεχαριτωμένη
Αγνή Παρθένε χαίρε
Ο Σος υιός ανέστη
Τριήμερος εν τάφω.
Και λίγο πάρα κάτω, ως είσοδος λευκού μπαλέτου αγγέλων:
Πάσχα το τερπνόν, Πάσχα Κυρίου Πάσχα, Πάσχα πανσεβάσμιον ημίν ανέτειλε. Πάσχα εν χαρά αλλήλους περιπτυξώμεθα , ω Πάσχα λύτρον λύπης!
Και ακόμη- ακούστε, ακούστε- φωνές μέσα στη νύχκτα:
-Αγνή παρθένε, χαίρε!
– Φύλακες, γρηγορείτε!
– Αγάπη μου, σε λατρεύω!
– Φύλακες, γρηγορείτε!
– Σκατά στα μούτρα σας, χαϊβάνια!
– Χαίρε, παρθένε, χαίρε!
– Φύλακες, γρηγορείτε!
– Γαμόσταυροι, τι περιμένετε!
– Αγνή παρθένε, χαίρε!
– Φύλακες, γρηγορείτε!
– Εμπρός, γαμόσταυροι, εμπρός!
– Γλυκό κορίτσι, χαίρε! Και πάλι ερώ, χαίρε!
– Α, Θεέ μου! Όχι αυτό!…Σας ικετεύω…
– Γαμόσταυροι, μη σταματάτε!
– Γλυκό κορίτσι, χαίρε! Και πάλιν ερώ, χαίρε!
– Βοήθεια! Βοήθεια! Σώστε με, ελάτε…
– Γαμόσταυροι, γαμήστε την, μη σταματάτε! Το εν τούτω νίκα της ζωής το υπέρτατον είναι αυτό. Άγιοι Γαμόσταυροι, μην, γλυκειές παρθένες, φίλτατα αδέρφια σύντροφοι, μη το ξεχνάτε. Χριστός ανέστη σήμερον, θανάτω θάνατον πατήσας! Πάσχα ¨ερως- Χριστός ο λυτρωτής! Πάσχα ημίν τας Πύλας του Παραδείσου ανοίξαν! Άγιοι γαμόσταυροι, γλυκειές παρθένες, σύντροφοι, μην το ξεχνάτε!
Τέλος από ένα υπόγειον με ανοικτούς φεγγίτες, σαν πίδακες αγαλλιάσεως, σαν πίδακες ουρανομήκεις, και άλλες φωνές μέσα στην νύκτα:
«Γαμώ, γαμώ σε, ως τα έγκατα της γης! Γαμώ σε, ως τ’ αστέρια!».
Και εις απάντησιν από τον ίδιον χώρον, με οίστρον καταφάσεως, με οίστρον ταυτίσεως απολύτου με το θείον:
«Ναι! Ναι! Γάμα με! Γάμα με, αδελφέ! Του Παραδείσου νοιώθω γλύκα!».
Και ξαφνικά, στο γύρισμα ενός δρόμου- ω εσίς που νύκτωρ διασχίζετε τις πόλεις, προσέχετε και συχνά θα ακούσετε να αναπηδά, σαν σίφουνας από έναν λαιμό σε καρμανιόλα, που όλος κόκκινος με ορμήν τα αίματα ξερνά, εκεί που λίγο πριν βρισκόταν η κεφαλή του καρατομημένου, προσέχτε, ω εσείς που νύχτα διαβαίνετε στις πόλεις, προσέχτε και σίγουρα θα ακούσετε συχνά, όχι των υπογείων καφωδείων τα «Αμάν!» που με αυταρέσκεια μικρά ή ψεύτικα σεκλέτια γλυκερά σταλάζει, μα το διάτορον, το τρομερόν, το μη περαιτέρω, το εκ βαθέων του απελπισμένου ανθρώπου «ΑΜΑΝ!» που τους βαρύτερους, τους πλέον ασήκωτους καημούς, σαν αίμα ψυχής μες στο σκοτάδι αδειάζει.
(Ανδρέας Εμπειρίκος, Οκτάνα, εκδ. Ίκαρος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου