«Ξέρεις τι θα ‘θελα να ‘μαι; Θέλω να πω, αν μπορούσα να διαλέξω μόνος μου, διάολε;»
«Τι; Μη βρίζεις».
«Ξέρεις εκείνο το τραγούδι που λέει, <Όταν πιάνεις κάποιον που ‘ρχεται μέσ’ απ’ τη σίκαλη;> Θα
‘θελα —»
«Δε λέει έτσι. Λέει, <Όταν ανταμώνεις κάποιον που ‘ρχεται μέσ’ απ’ τη σίκαλη>», μου κάνει το
Φοιβάκι. «Είναι ποίημα. Του Ρόμπερτ Μπερνς».
«Το ξέρω πως είναι ποίημα του Ρόμπερτ Μπερνς».
Πάντως είχε δίκιο. Έτσι λέει: «Όταν ανταμώνεις κάποιον που ‘ρχεται μέσ’ απ’ τη σίκαλη». Δεν το ‘ξερα
όμως τότε.
«Νόμιζα πως ήτανε: <Όταν πιάνεις κάποιον>», της λέω. «Τέλος πάντων, να, φαντάζομαι όλα κείνα τα
πιτσιρίκια να παίζουνε ένα παιχνίδι σ’ ένα μεγάλο σικαλοχώραφο και τα ρέστα. Χιλιάδες πιτσιρίκια,
και δεν είναι κανένας εκεί — θέλω να πω, κανένας μεγάλος — εκτός από μένα. Και γω στέκομαι
φύλακας, στο χείλος ενός τρελογκρεμού. Αυτό που πρέπει να κάνω, είναι να τα πιάνω άμα κάνουνε
να πέσουνε στο γκρεμό — θέλω να πω, άμα τρέχουνε και δε βλέπουνε πού πάνε, πρέπει να
πετάγομαι από κάπου και να τα πιάνω. Αυτό θα κάνω όλη μέρα. Θα ‘μαι μονάχα ο φύλακας στη
σίκαλη, να πιάνω τα παιδάκια και τα ρέστα. Το ξέρω πως είναι παλαβωμάρα, αλλά είναι το μόνο
πράμα που θα ‘θελα να ‘μαι στ’ αλήθεια. Το ξέρω πως είναι παλαβωμάρα».
J.D.Salinger - "Ο φύλακας στη σίκαλη".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου