|
Η ψυχή μου είναι τόσο τρυφερή για να κάθεται εδώ σιωπηλή,
μοναχή της, γιομάτη κουβέντες. Κοίταξα γύρω μου, μα όχι
δεν ήσουν.
Δεν ήσουν αγάπη μου. Αν ήσουνα πλάι μου
θα σου τα ’λεγα όλα. Μέσα στο αίμα μου,
ξέρεις, θα σου ’λεγα, ταξιδεύουν αστέρια.
Με γαλούχησε η νύχτα που απλώνεται πάνω μας.
Και συ θα με πίστευες. Μη μου τρέμεις,
θα σου ’λεγα. Μου ’μεινε το φεγγάρι, καρδούλα μου.
Μου ’μεινε αυτός ο πατέρας, ο γιομάτος από φίλους κι αδέλφια μου,
και μου ’μεινε αυτός ο μεγάλος αγέρας
που φυσάει και κουνάει εδώ πάνω σαν έναν
πολυέλαιο απ’ άστρα και τραγούδια τα σπλάχνα μου.
Δε μου πήρανε τίποτα. Μου ’μεινε
της ψυχής μου η δροσιά.
Μη φοβάσαι καρδούλα μου.
Κι εσύ θα με πίστευες.
[...]Θυμήθηκα, ξέρεις, αγάπη μου, πως είμαι κι εγώ ένας άνθρωπος,
σε μια απέραντη γη, που κι αγέρες φυσούν
και που η έρημος, ξέρεις, παγώνει τα ξέσκεπα πρόσωπα.
Όλες οι νύχτες δεν είναι το ίδιο.
Όλες οι μέρες δε μοιάζουνε φεύγοντας.
Τόσα χρόνια! Πώς μπόρεσα;
Την απέραντη αυτή μοναξιά, πώς τη σήκωσα; Μα όχι,
δεν ξέρω· μπορεί να μεγάλωσα κιόλας,
μια κι έπρεπε μόνος μου να γιομίσω την έρημο.
Σου το γράφω απ’ τον άγιο μου Ταΰγετο, λύπη μου.
Ο χειμώνας που πέρασε ήταν βαρύς και κανείς δεν το ξέρει
- για ένα παιδί που πορεύεται
και δεν έχει σε ποιον να το ειπεί, αποφασισμένο για όλα.
Μου μείναν αυτές οι ραβδώσεις στο στήθος
κι αυτές οι ρυτίδες στο μέτωπο,
φαγωμένες νεροσυρμές, ατελείωτοι χείμαρροι πίκρας.
Μου ’μεινε αυτό το χαμόγελο, που υπόσχεται πάντοτε
και ποτέ δεν ζητά
κρεμασμένο για όλους στο σταυροδρόμι της νύχτας.
Νικηφόρος Βρεττάκος | 1 Ιανουαρίου 1912 - 4 Αυγούστου 1991
Ο Χρόνος και το Ποτάμι, 1957, Η Εκλογή μου, εκδόσεις Ποταμός .
Η ψυχή μου είναι τόσο τρυφερή για να κάθεται εδώ σιωπηλή,
μοναχή της, γιομάτη κουβέντες. Κοίταξα γύρω μου, μα όχι
δεν ήσουν.
Δεν ήσουν αγάπη μου. Αν ήσουνα πλάι μου
θα σου τα ’λεγα όλα. Μέσα στο αίμα μου,
ξέρεις, θα σου ’λεγα, ταξιδεύουν αστέρια.
Με γαλούχησε η νύχτα που απλώνεται πάνω μας.
Και συ θα με πίστευες. Μη μου τρέμεις,
θα σου ’λεγα. Μου ’μεινε το φεγγάρι, καρδούλα μου.
Μου ’μεινε αυτός ο πατέρας, ο γιομάτος από φίλους κι αδέλφια μου,
και μου ’μεινε αυτός ο μεγάλος αγέρας
που φυσάει και κουνάει εδώ πάνω σαν έναν
πολυέλαιο απ’ άστρα και τραγούδια τα σπλάχνα μου.
Δε μου πήρανε τίποτα. Μου ’μεινε
της ψυχής μου η δροσιά.
Μη φοβάσαι καρδούλα μου.
Κι εσύ θα με πίστευες.
[...]Θυμήθηκα, ξέρεις, αγάπη μου, πως είμαι κι εγώ ένας άνθρωπος,
σε μια απέραντη γη, που κι αγέρες φυσούν
και που η έρημος, ξέρεις, παγώνει τα ξέσκεπα πρόσωπα.
Όλες οι νύχτες δεν είναι το ίδιο.
Όλες οι μέρες δε μοιάζουνε φεύγοντας.
Τόσα χρόνια! Πώς μπόρεσα;
Την απέραντη αυτή μοναξιά, πώς τη σήκωσα; Μα όχι,
δεν ξέρω· μπορεί να μεγάλωσα κιόλας,
μια κι έπρεπε μόνος μου να γιομίσω την έρημο.
Σου το γράφω απ’ τον άγιο μου Ταΰγετο, λύπη μου.
Ο χειμώνας που πέρασε ήταν βαρύς και κανείς δεν το ξέρει
- για ένα παιδί που πορεύεται
και δεν έχει σε ποιον να το ειπεί, αποφασισμένο για όλα.
Μου μείναν αυτές οι ραβδώσεις στο στήθος
κι αυτές οι ρυτίδες στο μέτωπο,
φαγωμένες νεροσυρμές, ατελείωτοι χείμαρροι πίκρας.
Μου ’μεινε αυτό το χαμόγελο, που υπόσχεται πάντοτε
και ποτέ δεν ζητά
κρεμασμένο για όλους στο σταυροδρόμι της νύχτας.
Νικηφόρος Βρεττάκος | 1 Ιανουαρίου 1912 - 4 Αυγούστου 1991
Ο Χρόνος και το Ποτάμι, 1957, Η Εκλογή μου, εκδόσεις Ποταμός .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου