ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΓΙΑ ΛΙΓΟ
Για τον Σέιμους
Τέρμινα δέκα τη δεκάτη, δέκα οι δέκα, δέκα οι εκατό και να, στη δύση της μεγάλης χιλιετίας, ελεύθερος για λίγο, κατά τις προφητείες και τις γραφές, μόνο που δεν ήξερες πως θα σου έπεφτε ο κλήρος να ξεσκεπάσεις το λάκο και να λευτερώσεις το θεριό. Ως εδώ ήταν λοιπόν, ως εδώ κι ούτε λεπτό ακόμα, αφού το θεριό πια θέριεψε και ο λάκος στένεψε κι είναι τόση η μπόχα της σαπίλας και της αποφοράς, που ένα σπίρτο μονάχα ν' ανάψεις, ο αέρας θα λαμπαδιάσει και ο λάκος θα εκραγεί, την ώρα ακριβώς που θα σημάνει μεσάνυχτα η καμπάνα - αν ποτέ σημαίνει τις ώρες μετά τις πέντε μ.μ. - τα μάτια του θεριού φλογισμένα στο αντίκρισμά σου, στο αντίκρισμα του φωτός, κι εσύ με κρύα καρδιά ξανασκέφτεσαι αυτό που έχεις να κάνεις, αν το καλοσκεφτείς, αν δεν το σκεφτείς μονάχος, πως τούτη η ώρα δεν είναι απ' τον πλανήτη που ψύχεται αλλά από μια εντελώς διαφορετική πηγή, ας πούμε μια χαλκευμένη διάθεση-αίσθηση-συναίσθηση-εμπειρία, γιατί καθώς συναρμολογούσαν τα συντρίμμια του ανεπανάληπτου μακελειού και της φλογοθύελλας του 2000, κατόπιν εορτής, το ρολόι ψηλά στο καμπαναριό σήμανε δώδεκα στ' αλήθεια, μόνο που δεν καταγράφηκε
ΤΟ ΤΙΜΗΜA
Ξανανιωμένος απ' το κόκκινο κρασί επιστρέφει στην εξορία του δίχως συναίσθηση ότι σκοτείνιασε ο ουρανός κι ολόγυρα κρώζουν νυχτοπούλια. Στη σκέψη του φτερουγίζουν πουλιά μιας ανώτερης τάξης, ιδέες που σπάνια αναλογίζεσαι νηφάλιος. Παράδειγμα: "Η χώρα που υπομένει τα βήματά μου αξίζει να κληρονομήσει τα πόδια μου". Η βροχή πιάνει ξαφνικά, αδιάφορη για κείνον που βιάζεται να γυρίσει. Κάθεται για λίγο σε μια κουνιστή πολυθρόνα στο υπόστεγο κι αφουγκράζεται τη νεροποντή στο σκοτάδι. (Εκείνη είναι το φως, μια ανάλαφρη απαλότητα στα μαλλιά της, στα μάγουλα, στα χείλια, ακόμα και στα ρούχα της, ο σφυγμός της αργός, το χέρι της δροσερό στο δικό του. Το καινούριο της άρωμα έχει πια ξεθυμάνει όμως εκείνος το νιώθει βαθιά, όπως νιώθει κανείς το άρωμα χαμένων καλοκαιριών, ευωδιές αποξεραμένες μεσ' στις σελίδες, που ζωντανεύουν στο ξαναδιάβασμα του φετινού καλοκαιριού). Αναρωτιέται πόσο νερό να απορροφιέται απ' τη γη και πόσο να κατρακυλάει στις πλαγιές σε ρυάκια λασπωμένα από το έδαφος και τη σκόνη. Κι ύστερα πάλι αναρωτιέται πού θα πήγαινε όλο αυτό το νερό αν δεν υπήρχε βαρύτητα, αν η βαρύτητα δε φρόντιζε αργά ή γρήγορα να απορροφηθεί το νερό από τη γη ή τη θάλασσα. Αυθόρμητα έρχεται κι η απάντηση: έτσι κι αλλιώς δίχως βαρύτητα δε θα έπεφτε βροχή - μήτε χιόνι, μήτε χαλάζι. Και τότε θα στέρευαν τα ποτάμια, οι λίμνες, οι ωκεανοί, θα άλλαζε η όψη της γης και θα έπαυε η ζωή στον πλανήτη. 'Υστερα μάλλον θα εμφανίζονταν νέα ποτάμια και λίμνες και ωκεανοί στον ουρανό, εκεί όπου σχηματίζονται τα σύννεφα, καθώς και νέες μορφές ζωής, ουράνια χλωρίδα και πανίδα, ίσως και κανένας άνθρωπος μοναχικός, λαχταρώντας ανθρώπινη συντροφιά, μη ξέροντας ακόμα πως τίμημα της λαχτάρας είναι η εξορία.
ΚΑΡΥΑΤΙΣ
Για την Τατιάνα
Μια νεαρή Καρυάτιδα στο Θησαυροφυλάκιο των Σιφνίων μου γνέφει να την πλησιάσω, να την ακούσω, να προσέξω. Το πρόσωπό της λείο, καθαρό, τα μάγουλά της γεμάτα υγεία, τα μάτια της λαμπερά στη βροχή, στον πρωινό ήλιο, τα μαλλιά της πλεγμένα με στάχυα. 'Οταν την πλησιάζω αρκετά για ν' ακούσω τη φωνή της ανάμεσα από πέτρινα χείλια, κόκκινη μπογιά σκουριασμένη από αιώνες σιωπής, εκείνη ψιθυρίζει, "Κράτησέ μου αυτό το φορτίο, αυτό το κεφάλαιο για μια μόνο στιγμή, η ομορφιά αλαφραίνει το βάρος, δε θα σε συντρίψει..." ξέρω καλά το μύθο. Η ομορφιά αλαφραίνει το βάρος, όχι όμως το κεφάλαιο (και δεν είναι μύθος), το κεφάλαιο έχει συντρίψει ή αχρηστέψει μυριάδες. "'Οχι εσένα", μου εξηγεί, "φτάνει να μην καταρρεύσεις, φτάνει εσύ ο δοκιμασμένος στις αστρικές αμμοθύελλες να φανείς αντάξιος του Ηρακλή που ξελάφρωσε τον αιώνιο κουβαλητή 'Ατλαντα, για να ξύσει μια στιγμή το αυτί του". Και προσθέτει, "Τόσο θα μου πάρει και μένα ώσπου να διώξω αυτό το ζωντανό φυλαχτάρι που κοσμεί το σάνδαλό μου, αυτόν τον τετράποδο αρχαιολογίσκο, τη μαρμάρινη ποδο-φετιχίστρια σαύρα, την προαιώνια σαλαμάνδρα, που ίσως κιόλας να είναι σκαλισμένη στο μάρμαρο - ποιός ξέρει". Και με ένα αρχαϊκό χαμόγελο συνεχίζει, "Μια φορά μόνο τυχαίνει στη ζωή τέτοια ευκαιρία, ο κίνδυνος να γίνεις κομμάτια. Να μην αφανιστείς απ' την αρρώστεια, να μην υποκύψεις στην έξω διάβρωση ή στον μέσα σου τρόμο, ούτε να ζήσεις να το μετανοιώσεις, αλλά να σηκώσεις αυτό το συντριπτικό φορτίο για μια στιγμή για πάντα, η δική σου ιδέα του κόσμου αρκετά μικρή ώστε να μη σε τσακίσει, αρκετά μεγάλη για να μην την πνίξεις στα χέρια σου". Στήνω λοιπόν τα πόδια μου γερά σε στέρεο έδαφος και η κόρη μού δίνει τον κόσμο όλο και σκύβει να διώξει τη σαύρα από το σάνδαλό της, και ο φρεσκοπλυμένος πέπλος της χωρίζει δείχνοντας τη φρεσκάδα και τη χάρη του μηρού της, μόνο που η σαύρα ήταν τελικά φτιαγμένη από το ίδιο μάρμαρο όπως το σάνδαλο και όταν η κόρη αγγίζει την ουρά του μικρού ερπετού, τα ακροδάχτυλά της μένουν κολλημένα πάνω του και σκέφτομαι πως έχω ήδη σηκώσει το στερέωμα για μια στιγμή για πάντα, και άντεξα, και αν ήταν τα χέρια μου ελεύθερα, θα άπλωνα μάλλον τα χέρια μου να χαϊδέψω τα μάγουλά της, σαν να ήμουν εγώ κάποιος γιος της ή εκείνη κόρη μοu.
ΤΡΕΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Κανείς δε φαντάζεται την έκταση της μοναξιάς σου, τον αφόρητο πόνο στο κεφάλι, τη ναυτία στο στήθος, όταν δεν ξέρεις αν είναι ο ουρανός ή το πηγάδι όπου πρέπει να πέσεις ή απ' όπου να βγεις. Κανείς - κι ούτε έχει σημασία, φτάνει να μη σ' αναζητήσουν αυτοί που σ' εξόρισαν με τόση αγάπη, φτάνει να μη σε εντοπίσουν με ανιχνευτικά και τέτοια για να σε γλιτώσουν. Κανείς δε γνωρίζει την αιτία που γράφεις τρεις λέξεις στον ουρανό σε γλώσσα αρχαία, "Μη μου άπτου" κι ύστερα σβήνεις το "Μη" και γράφεις "Εδώ", ύστερα σβήνεις εδώ κι εκεί, οτιδήποτε μοιάζει τυχαίο, όπως το "Μου". Γιατί κανείς δε φαντάζεται πως όσο μακρύτερα σε εξορίζουν, τόσο κοντύτερα στη χώρα σου βρίσκεσαι. Κανείς, κανείς δεν γνωρίζει το πηχτό, απώτερο σκοτάδι, όπου εσύ τώρα λάμπεις μονάχος και αόρατος.
ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Η ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΤΖΙΤΖΙΚΑ;
Δεκαεφτά χρόνια ώσπου να γεννηθείς, πέντε βδομάδες για να ζήσεις... Λένε πως ο τζίτζικας Magis Septendecim ζει μονάχα πέντε-έξι εβδομάδες αφότου ξεμυτίσει απ' την κρυψώνα όπου δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια προετοίμαζε τη σύντομη ζωή του. Πριν ακόμα ξημερώσει, οι νεαρές νύμφες τινάζουν τη σκόνη απ' τις φτερούγες τους και σκαρφαλώνουν σ' όποιο δέντρο βρουν μποστά τους, για να διαπρέψουν, να παντρευτούν και να γεννοβολήσουν προτού να είναι αργά. Νάσου και τα αρσενικά κιόλας εκεί να τις περιμένουν, τούτη την πρώτη καλοκαιριάτικη μέρα της ζωής τους, συνθέτοντας θορυβώδικους παιάνες, προθαλάμια και έπη για γενεές και γενεές ηρώων, ή σκαλίζοντας πανέμορφα γλυπτά σε οξυές που θα ζήσουν αιώνες. Δεν περνούν όμως λίγες μέρες και τα θηλυκά γεννούν χιλιάδες αυγά και ψοφάνε ενώ τ' αρσενικά μοιρολογάνε αδιάκοπα. Σύντομα βέβαια θα ψοφήσουν κι αυτά με μια αίσθηση απορίας που χάθηκε κιόλας η περίφημη γοητεία του τζίτζικα, η περίφημη ελπίδα. Εγώ ο ίδιος, καθισμένος στο παράθυρό μου, πληκτρολογώ ρα-τα-τα-τα τις σκέψεις μου επί του θέματος, κατηγορώντας πάντοτε τους άλλους για τις δικές μου αδυναμίες, φυγομαχίες και παταγώδεις αποτυχίες. Αν το έργο βγει μέτριο, τότε φταίνε τα εργαλεία - η σμίλη δε μιλούσε αγγλικά, ούτε η σφύρα ελληνικά... Η μέρα σβήνει, μια δροσερή βροχή πέφτει αδιάκοπα ως την αυγή μουσκεύοντας τα δέντρα και τους κήπους. Με το πρώτο φως του πρωινού φροντίζω τα φυτά, σφουγγίζοντας τις άγουρες ντομάτες στις ντοματιές με χαρτοπετσέτες, προτού πιάσει η μεσημεριάτικη ζέστη και κάνει τις στάλες να βράσουν. 'Αλογα σέρνουν το άρμα του ήλιου μέσα απ' τα σύννεφα στο πρώτο ξέφωτο του πρωινού. Ατέλειωτη η εργάσιμη μέρα κι η νύχτα γεμάτη μισθωτούς σπιούνους και φονιάδες. Ο ήλιος του δικαίου και η σελήνη του έρωτα λάμπουν στον ουρανό με περίσσεια αθωότητα, μέχρι ν' αποδειχθεί η ενοχή τους.
ΤΟ ΤΡΙΖΟΝΙ ΓΡΑΦΕΙ ΜΟΝΟ ΤΗ ΝΥΧΤΑ
Για την Ηλέκτρα
Το αυγουστιάτικο φεγγάρι σκαρφάλωσε αργά πάνω απ' το νησί κι ένα ψυχρό αεράκι πλανήθηκε στη θάλασσα 'Ενας ψαράς γυρνώντας με τη βάρκα στο λιμάνι, τραγουδάει κάποιο τραγούδι αγάπης ξεχασμένο από καιρό - κι η αγάπη είναι χωρίς ανταπόκριση. Πάνω στο πεύκο, ένα μικρό τριζόνι προσπαθεί να τελειώσει το μυθιστόρημά του προτού πιάσουν τα κρύα. Μα είναι ακόμα καλοκαίρι... Μα το τριζόνι γράφει μόνο τη νύχτα... Κι είναι τόσο σύντομη η καλοκαιριάτικη νύχτα... Και η μέρα ατέλειωτη, θαρρείς και δε θα έρθει αύριο... Το τριζόνι όλο γράφει-γράφει στη γραφομηχανή του. 'Υστερα πιάνει το στυλογράφο και γράφει λίγες λέξεις με το χέρι: αν είναι το χέρι μου προέκταση του νου και της ψυχής μου, και ο στυλογράφος προέκταση του χεριού μου, προέκταση τίνος, θα ήθελα να ξέρω, είναι η δυσκολία με την οποία γράφω; Το τριζόνι γράφει-γράφει αδιάκοπα κι ας το καθυστερεί η υγρασία της νυχτιάς. Αχ και να ερχόταν ένας άγγελος να πάρει το τριζόνι αγκαλιά! Αλλά όπως ο Ράινερ Ρίλκε φοβάμαι μήπως με συντρίψει ο άγγελος με την άπειρη δύναμη της στοργής του.
ΕΝΑ ΜΑΜΟΥΝΙ ΜΕ ΑΡΧΙΔΙΑ
Για τον Charlie Simic
Υπάρχει ένα αναρριχητικό φυτό, μια κληματίδα που ονομάζεται Καλονύκτιον, τα φύλλα του σαν εκείνα της Πρωινής Δόξας αλλά πιο λεπτά (τα άνθη του σαν τα χωνάκια της Πρωινής Δόξας αλλά μεγαλύτερα) που ανθίζει τη νύχτα όταν πια το κοινό χωνάκι έχει σημάνει "χις μάστερς βόις" (και το σκυλάκι-μαντρόσκυλο τεντώνει τ' αυτί του σ' ένδειξη αναγνώρισης) και έχει αποκοιμηθεί. Το Καλονύκτιον ανθίζει νωρίς το βράδυ και τα χωνάκια του είναι άσπρα γαλακτερά και φεγγοβολούν στο σκοτάδι. Η ερώτηση στο διαγώνισμα που γράφω είναι η εξής: "Ποιό έντομο γονιμοποιεί τη γύρη τους, προκαλώντας άθελά του τη γονιμοποίηση ημέρας και νύχτας;" Αναλογίζομαι την ερώτηση χύνοντας κάμποσες στάλες κρύου ιδρώτα κι ύστερα συμπληρώνω τα κενά στη σελίδα με την ακόλουθη απάντηση: Είναι ένα έντομο παρόμοιο με τη μέλισσα, αλλά μικρότερο, που ονομάζεται Κακονύκτιον, ίσως γιατί υποφέρει από χρόνια αϋπνία. Αφού δεν κοιμάται τη νύχτα, παίρνει σβάρνα τους κήπους και μαζεύει τη γύρη απ' τα νυχτολούλουδα. Την αυγή, όταν το Καλονύκτιον κατεβάζει τα ρολλά του, το Κακονύκτιον πέφτει επιτέλους για ύπνο. Το μεσημέρι όμως μισοξυπνάει πάλι στο κελί του με την αίσθηση πως θα έπρεπε να δουλεύει περισσότερο, ίσως φρουρώντας την καρπερή βασίλισσα στον δίχως όνειρα ύπνο της, ή ξεγλιτσιάζοντας τα χυμένα μέλια στο κατώγι και ύστερα βγαίνοντας να μαζέψει τη γύρη απ' τα πρωινά λουλούδια. Παίρνει λοιπόν τους δρόμους ακολουθώντας το φασαριόζικο σμήνος της ολοήμερης βάρδιας, αλλά η σύντομη θητεία του σαν έντομο της μέρας αποδεικνύεται μάλλον κωμική -τα κόκκινα απ' την αϋπνία μάτια του, το αλλοπρόσαλο πέταγμά του, το άτσαλο χούφτωμα των παρθενικών ανθών, μέρα μεσημέρι. Και όμως, παρόλο που παραπαίει και στριφογυρίζει σαν μεθυσμένο, χάρη στην ευσυνειδησία που το διακρίνει, επιτυγχάνει τελικά ένα έργο σημαντικό: τη γονιμοποίηση μέρας και νύχτας. 'Η όπως γράφουν τα εγχειρίδια εντομολογίας, "Εντός των προφανών ορίων της ιδιοσυγκρασίας του αλλά και του είδους γενικότερα, είναι ένα μαμούνι με αρχίδια".
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ
Πότε θαρθεί εκείνη η στιγμή, η στιγμή της γένεσης, της λύτρωσης, του παροδικού θανάτου και της ανάστασης, όταν ο έρωτας και η στοργή σμίγουν ακαριαία και για πάντα... Κι όμως θαρθεί, παρά την αγωνία της προσμονής, παρά το φόβο μήπως δεν έρθει - εκείνη η στιγμή της ξαφνικής συντέλειας του κόσμου, της γνώσης, της άγνοιας. Αλλα οι στιγμές περνούν και τις διαδέχονται άλλες: καινούργια συναισθήματα και μια φοβερή υποψία πως όλα τούτα θα σκορπίσουν, πως η καθαρτήρια θύελλα των αισθήσεων θα καταλαγιάσει χωρίς να κορυφωθεί. Και η ψύχρα του εωθινού προμηνύει πως σύντομα, πολύ σύντομα, θα στραφούμε σε νέους σκοπούς: δουλειά, αναζήτηση γνώσης - που θα την αποκυρήξουμε, για να μη μας παγιδέψει στο άπειρο κενό της, και θα την αποκηρύξουμε ξανά, ώσπου να μάθουμε να ελέγχουμε ή να εκτρέπουμε την καταστροφική ορμή της. Γιατί όποιος έπλασε τη ζωή σε τούτο τον πλανήτη δεν είχε ιδέα από ζωή και για να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας, πρέπει κάθε πρωί να ξεμαθαίνουμε αυτά που μας έμαθε η νύχτα. Μα τι νόημα έχει να μιλάμε όλο γι' αυτά; Τούτη η γνώση - ή έλλειψη γνώσης- ανήκει και στους δυο και κανείς απ' τους δυο δεν μπορεί να την κατακτήσει δίχως τον άλλον. 'Οσο κρατάει το όνειρο, η γλώσσα του ενός είναι η πράξη του άλλου, και αντίστροφα.
ΤΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΜΑΣ ΟΝΕΙΡΑ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΑΛΤΕΣ
Επίχρυσο αγκαθωτό συρματόπλεγμα; 'Ενας χορός από μαυροντυμένες γυναίκες με βεβαιώνουν ότι είναι η νέα μόδα και κάνει θραύση. Είχαμε μάθει να βλέπουμε σταυρούς, πορφυρένιες καρδιές, φυσεκλίκια, μαύρες καλύπτρες για τα μάτια, κράνη, εμβλήματα, αλυσίδες σε βιτρίνες μαγαζιών και εγκαίνια γκαλερί. Αλλά τιάρες από αγκαθωτό συρματόπλεγμα; Ακάνθινα στέματα; Δεν υπάρχει τίποτα που να μην κινδυνεύει να εκφυλιστεί σε έργο τέχνης; Για να μου αποσπάσει την προσοχή, μια από τις γυναίκες απλώνει το χέρι να κόψει ένα άνθος γαζίας από ένα χαμηλό κλαρί και μου το τρίβει στη μύτη. 'Ενα φτάρνισμα (γεια σου!), μα ένα φτάρνισμα τόσο δυνατό που αλλάζει το τοπίο: μια πεδιάδα στη νότια Γερμανία - κενή, ανάγλυφη με χιόνι. (Κοίταξε πώς ορμάει ο αετός με νύχια και με ράμφος στο μικρό θηλαστικό, πώς τινάζει πέρα δώθε το κεφάλι να ξεσκίσει τη σάρκα που κρατάει στο στόμα, πώς γραπώνουν τα νύχια του ενώ το υπόλοιπο κορμί του σπρώχνει και ανασηκώνει τις περήφανες φτερούγες του, πάνω από το μικρό θηλαστικό, νικώντας το, ανυψώνοντάς το, έτσι ώστε ο επιθανάτιος σπασμός του να φαίνεται σαν προσπάθεια να πετάξει). Το χιόνι καλύπτει κάθε γωνιά, κάθε κενή επιφάνεια κι ύστερα ξανακαλύπτει τα πάντα. 'Ενας χορός από νεαρούς μελανοχίτωνες (στόματα γεμάτα χιόνι) μουκανίζουν, "Συγχωρέστε μας που σφάλαμε, που χαιρόμαστε όταν σας βασανίζαμε. 'Ημαστε διεφθαρμένοι και απολαμβάναμε την ανημπόρια και τις κραυγές σας, γιατί ο πόνος και ο τρόμος σας μας έφερναν ηδονή". Τέτοια λόγια ξεστομίζουν, αλλά δεν μας πείθουν. Μοιάζει επίκτητο το μοιρολόι τους. Στο τέλος, μόνο εμείς θα θυμόμαστε τους νεκρούς και αδικοχαμένους. Μόνο εμείς θα τους βλέπουμε να αιωρούνται πάνω απ' το έδαφος, θρηνώντας για μας, για τον πόνο που πρέπει να υπομείνουμε ώσπου να τον κληρονομήσουν άλλοι. Γιατί ως εκείνη την ώρα, θα εισβάλλουν χωρίς να το θέλουν συλλογικά στα συλλογικά ονειρά μας.
ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Είναι τόσο όμορφα να είσαι έξω τη νύχτα όταν όλα δονούνται από επιθυμία να υπερβούν τον μεμονωμένο στόχο για χάρη του συνόλου - και αποτυχαίνουν- και οι λόφοι στο βάθος, ή μήπως είναι κύματα, φουσκώνουν και σκάνε χωρίς αισθητό ρυθμό. Ο ύπνος έρχεται και φεύγει, αγγίζοντας τα βλέφαρα και τα χείλια μου ή φτερουγίζοντας αδιάκοπα, ξυπνώντας με. Η άνοιξη πέρασε κι ήρθε το καλοκαίρι, αλλά οι μέρες δεν μεγάλωσαν και η νύχτα είναι ατέλειωτη. Ασύνδετα αντικείμενα, εξαρτήματα ποδηλάτων, και ξεχαρβαλωμένες ομπρέλες σε αυτόνομη τροχιά, και σποραδικές τουφεκιές, ξεχειλίζουν απ' το όνειρο - τα μάτια μου πειθήνια όργανα στις R.E.M. επιταγές. Θαρρώ πως άντεξα καλά μέχρι εδώ, και τώρα που έπεσε ο άνεμος, στη θάλασσα κατακάθισε μια μεμβράνη ή βλέννα που οι γλάροι προσπαθούν να σηκώσουν με τα ράμφη και τα νύχια τους. Είναι τόσο γνώριμη τούτη η αίσθηση της επικείμενης κορύφωσης, και του μαρασμού, τούτη η αίσθηση της καρδιακής υπερ-λειτουργίας - τόσο γνώριμα τούτα και κείνα και μια ολοκαίνουγια ταραχή: ένας ανεμοστρόβιλος από χρυσοπράσινα φύλλα, το χρυσάφι στην επιφάνεια και η πρασινάδα αναλωμένη στον πάτο, η προγραμματισμένη ανατολή να σαρώνει το χωράφι για το ξεκίνημα μιας υπέροχης εργάσιμης μέρας.
ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ
Χρυσοκέντητο, δίχως λάμψη το χρυσάφι, αχνορόδινο μετάξι απ' την αρχαία Συρία σκεπάζει το παράφορο σμίξιμό τους και το πάθος που ήξεραν πως κανένας λήθαργος δε θα έσβηνε παντοτινά. 'Ομως η λήθη τους κυρίευσε τελικά, εκείνους και όσα ήταν σ' εκείνους γνωστά - για χίλια χρόνια, ίσως και παραπάνω. Σιγασμένο το πάθος, ο ύπνος ξεγέλασε τα μάτια τους σε μια γωνιά δίχως αστέρια στον ουρανό, τα μέλη τους σπαρταρώντας ακόμα στο υστερόφωτο της ηδονής τους.
Στρατής Χαβιαράς (1935-2000)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου