Εμείς τα μυθόβια όντα οι ποιητές
που βλέπουμε τις ράχες
που βλέπουμε τις κορφές και λέμε βουνοκύματα
δεν θα καταλαγιάσουμε.
Από αγάπη στο αδέκαστο κενό
από αλλοφροσύνη για ένα ξέφωτο
θα περιπολούμε.
Τη χαραυγή τις πιο πολλές φορές κοιμόμαστε.
Κι όταν καμιά φορά μας τύχει
κατηφορίζοντας απ’ τις πολυκατοικίες
να πάμε κάπως μακριά να περπατήσουμε πέρα
και να κοιτάξουμε κανένα ηλιοβασίλεμα
το αποτέλεσμα τζίφος.
Έχουμε πρόχειρο το σκοτάδι
κι έχουμε πρόχειρο το φως – ανάλογα.
Πιστεύουμε σ’ ένα εκατομμύριο γητειές
αφιερωνόμαστε στους ίσκιους.
Έχουμε τη μανία να καρποφορήσουμε
κυριεύοντας τις λέξεις.
Τι κουφή ρουλέτα.
Και θέλουμε να ξεφουσκώσουμε τον ουρανό
Σα να ‘τανε παιχνίδι.
Τι είναι ρίγος;
Άντε να το πεις με λέξεις …
Ωστόσο πρέπει να προσγειωθεί κανείς
στη μεγαλόπρεπη κοινοτοπία του αέρα
να γίνει σαν την επανάληψη του χόρτου
κάτι σαν τα αστάθμητα και έξω κριτικής
δρασκελίσματα του πρώτου τυχόντος γάτου.
Είμαστε ακόμη στην προϊστορία του χιούμορ.
Είμαστε όμως τυχερά απελπισμένοι.
Έχουμε γαλάζιο αντικλείδι.
Έχουμε ξανά την Αττική.
Εκείνος που γράφει ποιήματα
είναι ακριβώς εκείνος
που περνά άφοβος από νεκροταφείο νύχτα.
Νίκος Καρούζος
(Aπό τη συλλογή Φαρέτριον, 1981)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου