Στο δρόμο , σ΄ ένα σκαλάκι καθισμένος. Ρούχα άπλυτα, γένεια μακρυά, νύχια βρώμικα. Κόσμος περνά από μπροστά του, δυό σακκούλες δίπλα του κι ένα μπουκάλι μπύρας.
Μια γιαγιά σταματάει μπροστά του και τον ρωτάει, «Πεινάς; Να σου πάρω ένα σάντουιτς με κοτόπουλο;»
«Μοσχαράκι θέλω» της απαντά. « Μα δεν έχει μοσχάρι το μαγαζί...» Ε! τότε χοιρινό» της λέει.
Η ψησταριά δίπλα, δυο λεπτά έκανε η γιαγιάκα και γύρισε με τα δώρα της. Μα ήθελε κι αυτή την ανταμοιβή της.
«Πώς σε λένε;»
«Σπύρο»
«Από πού είσαι;»
«Εδώ γεννήθηκα...» Αυτό ήταν όλο.
Ήσυχη πήρε το δρόμο της η γιαγιά.
...Το βράδυ που θα κοιμηθώ θέλω να δω ξανά το ίδιο όνειρο, μόνο που αυτή τη φορά θέλω να είμαι η γιαγιά,
Να φάει ο Σπύρος και να χορτάσω εγώ.
Γ.Λ.Οικονόμου: «14 μικρές ιστορίες», σελ.13, Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου