ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ
Γεννήθηκε στον κάμπο. Δεν είχε δει ποτέ τη θάλασσα.
Σαν άκουγε στο ράδιο εκείνο το πικρό τραγούδι:
θάλασσα τους θαλασσινούς μη τους θαλασσοδέρνεις
την έπιαν’ ένα κλάμα μυστικό.
Κρυβόταν μεσ’ στο φόβο της,
έτσι όπως γλιστρούσε στο καραβόπανο της πολυθρόνας,
στον κινηματογράφο ΟΑΣΗ της γειτονιάς της,
μαθήτρια τα καλοκαίρια στο δημοτικό,
και σφιχτοσφάλιζε τα μάτια της για να μη βλέπει
το Γιώργο Φούντα, τον Ξανθόπουλο,
τ’ άλλα παιδιά στους δεύτερους και τρίτους ρόλους
των ναυτών και των απλών ψράδων
να πνίγονται στο μαγικό πανί,
όταν τα άγρια κύματα έφταναν ώς τα πόδια της
και μούσκεψαν τα άσπρα της καλτσάκια.
Γεννήθηκε στο λαβρωμένο κάμπο. Δεν ήξερε τη θάλασσα.
ΠΕΡΙ ΛΥΧΝΩΝ ΑΦΑΣ
Την ώρα που αλλοιώνεται το φως του απογεύματος
κι ο ήλιος πυρπολεί τα σύννεφα απ’ τη δύση του,
η πόλη χαμηλώνει τη φωνή της.
Ανάβουνε τα καντηλάκια του δημοτικού φωτισμού
στους δρόμους με τι λεύκες. Τους δρόμους
που διασχίζουνε τη μοναξιά των πικραμένων.
Είναι η ώρα που ο φαντάρος στη σκοπιά
βλέπει τις χήρες να γυρνούν απ’ το νεκροταφείο
κι οι υποψήφιοι καρδιοπαθείς σιγά-σιγά
κινούν για τον περίπατό τους.
Είναι η ώρα που σχολούν τα φροντιστήρια
και βρίσκουνε τα νειάτα χώρο για ν’ αγαπηθούν
πίσω απ’ τις πικροδάφνες. Να πουν τα μυστικά
τους λόγια, ν’ αγγιχτούν, να νιώσουν,
να σώσουνε την πόλη από το θάνατο
που κουβαλούν οι μεγαλύτεροι.
FOTO LUX
Έμεινε το διάφραγμα ανοικτό στις αναμνήσεις.
Υπέρ των ανωνύμων που έγιναν επώνυμοι
μέσα από τα χημικά υγρά στο εμφανιστήριο.
Εδώ με τον πατέρα. Μπροστά στην κομπανία με τα κλρίνα.
Στο κέντρο ΕΞΟΧΙΚΟΝ. Με τα μάτια ορθάνοιχτα
αντίκρυ στη μαγεία του μεγάλου πιάτου με τη λάμπα
και τις αστραπές. Λίγο μετά τον πόλεμο, σ’ ένα χωριό
που ’μαθε τον ηλεκτρισμό μέσ’ απ’ το flash του φωτογράφου.
Εκεί στη μονοήμερη εκδρομή. Με μπλε ποδιές.
Με τις λευκές κορδέλες στα μαλλιά. Μαθήτριες που
ανέβαζαν στα μάτια την ψυχή τους και γίνονταν ωραίες
κάθε φορά που αναμετριόντουσαν στο κλικ της μηχανής.
Έμεινε το διάφραγμα ανοιχτό στη θύμηση.
Χαράσσοντας το negative της ύπαρξης,
το άσπρο και το μαύρο της ζωής μας.
Εκεί λοιπόν επιβιώνει η αλήθεια της ζωής.
Στου άσπρου και του μαύρου τις διαβαθμίσεις.
Σ’ εκείνες τις μικρές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
θα υπάρξουμε.
Ίσως γιατί στα κατσαρά δοντάκια τους στο περιθώριο
έχουν τη δύναμη να ροκανίζουν τη φθορά.
ΤΩΝ ΠΑΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ ΙΙΙ
Αλλάζουνε δραματικά οι καιροί.
Εκείνο που ήταν φλόγα πριν
έμεινε τώρα ένα ξερό φυτίλι.
Κείνοι που βγήκαν στο προσκήνιο
με την ορμή της Αντιγόνης,
έγιναν απολογητές του Κρέοντα.
ΣΟΥ ΓΡΑΦΩ
Σου γράφω από το δειλινό
κι απ’ το λινό σεντόνι·
τεντώνει πάλι ο τένοντας
στο χέρι το λιγνό.
Αντίκρυ η θάλασσα θολή
και χοληδόχος κύστη·
η πίστη δίνει πίστωση
στην ώρα τη δειλή.
Προδότης λόγος αφαιρεί
το ρήμα από τη ρήση
κι η βρύση δεν ανάβρυσε
με δανεικό κλειδί.
ΑΣΘΜΑΙΝΟΝ ΑΣΜΑ
Στον Νάνο Βαλαωρίτη
Ένας καιρός λυπητερός την πίκρα μου ακορντίζει,
μαυρίζει ο θόλος τ’ ουρανού και κλαίει βούβα η βροχή.
Η εποχή που μου ’λεγες ότι ο καιρός γυρίζει
πασχίζει νά ’ρθει γρήγορα κι όλο δε λέει να ’ρθεί.
Μ’ ανασκαλεύει ένας καημός που σέρνει αλετροπόδι
—το ξόδι απ’ τον Παράδεισο ακόμα μας πονεί—
μονή κραυγή στον λάρυγγα, αγχόνη και σπαθί,
χαμοζωή που σκόρπισε σαν το σπασμένο ρόδι.
Πάνω στη στέγη ο αρχάγγελος και δέρνει τις φτερούγες.
Οι δούγες παρασκέβρωσαν και φεύγει το κρασί.
Μα συ αν ακόμ’ ακροκρατείς μαχαίρι στο δεξί
μαζί θα τον παλαίψουμε το θάνατο στις ρούγες
Αμειψισπορά, 1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου