Καιρός να λογαριαστούμε πιά
τι είχαμε τι δώσαμε τι μας άφησαν
φεγγάρι που ταξίδεψε σε δωμάτια ξένων
με σεντόνια αμέτρητα να σκεπάζουν
αμαρτωλά κορμιά
πριν σε πέτρινους φεγγίτες απλωθούν
λάβαρο για τους αμετανόητους εχθρούς μας
που με μαχαίρια στα δάχτυλα
και φωτιά
ένα καταφύγιο για τη σιωπή τους ζητούσαν
πίσσα να τους θερίσει τα μάτια
να περπατούν δίχως να βλέπουν πιά
οράματα
του καλοκαιρινού τους λαβύρινθου τη στέγη
τα δάκρυα για όσα δεν πρόλαβαν να πουν
και ν’ αγαπήσουν
πριν προχωρήσει πολύ η μέρα και πέσει
και χαθεί το φως μέσα στο φως
και μείνουν ακίνητοι στη νεροποντή
να προσμένουν μουσκεμένοι μέχρι το κόκκαλο
μ’ αλλαγμένη την ψυχή τους
να ξανατρίξει το φύλλο της καστανιάς
που τους πήρε για πάντα τον ύπνο
πολλά μεσημέρια πριν ληθαργήσει η φωνή
που τυραννούσε τ’ αυτιά των γερο-ναυτικών
όταν μ’ ένα τσιμπούκι στο στόμα
κι ένα βασανισμένο τριαντάφυλλο στα γένια τους
τραγουδούσαν τα χρόνια που άραζε η βάρκα τους
σε χαμηλά νερά
καιρός να λογαριαστούμε πιά
τι είχαμε τι δώσαμε τι μας απόμεινε
με τα λίγα πράγματα –ένα ερημονήσι κάποιο βάλτο–
που μας άφησε ανέπαφα
η αγάπη για τα ναυάγια.
Εικοσιτέσσερα νυχτερινά τραγούδια, 1970.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου