Λέγε με Ραραού καλύτερα. Ρουμπίνη βέβαια είναι το βαφτιστικό μου, πλην ουσιαστικώς βαφτίστηκα Ραραού όταν βγήκα στο Θέατρο και με αυτό το όνομα έφτασα όπου έφτασα και στο βιβλιάριο του ΙΚΑ έχω προσθέσει «Δεσποινίς Ραραού, Ηθοποιός». έτσι θα με γράψουν και στο επιτύμβιο μου. Τη Ρουμπίνη την έχω διαγράψει… και λέω, μετά από δύο, τρεις αιώνες όταν και η πουλακίδα μου κι εγώ θα έχουμε γίνει δύο σκόνες αμέριμνες, μπορεί (μια ελπίδα μου λέω), μπορεί να μας ανασηκώσει μια μέρα το ίδιο αεράκι, και να μας ενώσει για λίγο, στον αέρα. Δύο στιγμές παρέα.
Γεννήθηκα στις επάλξεις. Πρωτεύουσα κι αυτή, αλλά επαρχίας. Έφυγα ετών δεκαπέντε, με τη μάνα μου και τρεις φέτες ψωμί, κάτι μήνες μετά τη διαπόμπευσή της, όταν εορταζόταν ακόμα η λεγόμενη Απελευθέρωση. Και δεν θα επιστρέψω εκεί ποτέ. Ούτε η μάνα μου θα επιστρέψει εκεί ποτέ. Την έχω ενταφιάσει εδώ, στας Αθήνας, η μόνη πολυτέλεια που μου ζήτησε, αντί διαθήκης. «Παιδί μου, τώτα που θα πεθάνω, απαιτώ μια πολυτέλεια: να με θάψεις εδώ. Μην γυρίσω ποτέ εκεί κάτω. (Δεν ξαναείπε ποτέ τη λέξη «Επάλξεις», αν και γενέτειρά της). Κάμε νόμο τρόπο να μου αγοράσεις τάφο ισόβιο. Άλλο δεν σου απαίτησα ποτέ. Μην επιστραφούν εκεί κάτω ούτε τα κόκαλά μου»
Κι έτσι αγόρασα τον τάφο, όχι πολυτελείας βέβαια, και της πηγαίνω επίσκεψη μία τόσο. Της πάω δώρο κανένα άνθος, μία σοκολάτα, της ρίχνω και λίγη απ’ την κολόνιά μου –αυτό το κάνω επίτηδες διότι όσο ζούσε δεν με άφηνε, τις θεωρούσε πολυτέλειες αμαρτωλών, μόνο μία φορά έβαλα κολόνια, μου είχε πει, στο γάμο της. Τώρα τη ραίνω κι αν μπορεί σας φέρει αντίρρηση. Τη σοκολάτα της την πηγαίνω επειδή ήταν, μου έλεγε, το όνειρό της επί τέσσερα έτη της Κατοχής: να φάει μια σοκολάτα όλη δική της. Μετά την Κατοχή, πικράθηκε με υψηλή πίκρα και έκτοτε δεν επιθύμησε σοκολάτα ποτέ.
Έχω και το διαμερισματάκι μου, δυο δωμάτια και αντρέ, και τη σύνταξη, κόρη ήρωος θανόντος εν Αλβανία, περιμένω και τη σύνταξή μου ως ηθοποιός μόλις συμπληρώσω τα απαιτούμενα ένσημα, και γενικώς είμαι ευτυχής και τυχερή. Άνθρωπο δεν έχω να φροντίσω, ν’ αγαπήσω ή να πενθήσω, έχω και πικάπ, πλάκες, αριστερά τραγούδια κυρίως. Εγώ, βασιλόφρων είμαι, αλλά τα τραγούδια της Αριστεράς με σαγηνεύουν. Ευτυχώς είμαι ευτυχής.
Ο πατέρας μου ήταν αντεράς το επάγγελμα, αλλά δεν το μαρτυράγαμε. Πήγαινε στα σφαγεία, έπαιρνε τα άντερα και τα έπλενε, τα γύριζε ένα-ένα το μέσα έξω, για να κάνουν γαρδούμπες ή πλεξίδες στη θράκα. Τον θυμάμαι πολύ νέον, κάπου είκοσι τεσσάρων χρονών θα ’ταν. Δηλαδή από γαμήλια φωτογραφία του 1932, διότι προσωπικώς δεν τον θυμάμαι πολύ. Το 1940 που πήγε φαντάρος στην Αλβανία, είχαμε γεννηθεί εγώ και τα δυο αδέλφια μου, αγόρια αυτά, ο ένας μεγαλύτερός μου, κάπου θα ζει ακόμη, νομίζω.
Τον πατέρα μου τον θυμάμαι μόνο σαν έγινε η επιστράτευση και τον ξεπροβοδίσαμε, η μητέρα μου κι εγώ. Πηγαίναμε στον σταθμό, μπροστά εκείνος γιατί βιαζόταν μη χάσει το τρένο, πίσω η μητέρα μου έκλαιγε, πολύ νωρίς να ντρέπεται τον κόσμο, και με τραβολογούσε θυμάμαι. Θυμάμαι τον πατέρα μου μέσα στο βαγόνι, πήγαινε στον πόλεμο και είχαμε στο σπίτι μας όλο κι όλο ένα εικοσάφραγκο, κέρμα ήταν. Η μητέρα μου του το έδινε, αυτός πού να το πάρει. Μετά, στο τρένο, του το πέταξε απ’ το παράθυρο μέσα, εκείνος έκλαιγε κι άρχισε τις χριστοπαναγίες, της το πέταξε πάλι έξω, η μητέρα μου το σήκωσε απ’ το χώμα και το πέταξε με φόρα πολλή, οι άλλοι κληρωτοί να γελάνε, το κέρμα έπεσε μέσα, τότε με τράβηξε και φύγαμε τρεχάτες, μην προλάβει ο πατέρας μου και το ξαναρίξει έξω. Τώρα, το πήρε, του το ’φαγαν οι άλλοι, ούτε μάθαμε. Και αυτή ήταν η τελευταία φορά που θυμάμαι να είδα τον πατέρα μου, και στη φάτσα, διότι όλο σκυφτόν και πλάτη τον θυμάμαι, να πλένει άντερα. Κι έτσι, διατηρώ επαφή με τη φάτσα σου μόνο από τη γαμπριάτικη φωτογραφία. Τους νεκρούς και τους εξαφανισθέντες, αυτούς που εξέρχονται από τη ζωή μου, τους ξεχνάω, το σουλούπι τους δηλαδή. Ξέρω μονάχα ότι λείπουν. Ακόμη και τη μάνα μου. Πέθανε άνω των εβδομήντα πέντε, αλλά μάλλον δεν ευκαίρησα ποτέ να την παρατηρήσω, κι έτσι διατηρώ επαφή μαζί της μέσον της νυφικής φωτογραφίας, που ήταν είκοσι τριών χρονών κορίτσι, σαράντα χρόνια μικρότερή μου. Κι έτσι δεν την ντρέπομαι πια, αφού τώρα είναι σαν κόρη μου, στην ηλικία δηλαδή…………………………..
Τον έρωτα τον θεωρούσα λιγάκι σαν εγχείρηση στο κρεβάτι, κι ας πλαντάζει ο αρσενικός απάνω μου.
Η μητέρα μου δεν έλεγε να βγει από το σπίτι. Εκτός από κανένα βραδάκι, όταν τη φώναζε η κυρία Κανέλλω να κάνουν λίγη παρέα, είτε να τη βοηθήσει στην μπουγάδα, ξέβγαλμα. Στο μεταξύ είχανε χαλαρώσει τα αυστηρά μέτρα, ο κατακτητής είχε καταλάβει πως ήμαστε υπάκουοι κατεχόμενοι και η κυκλοφορία επιτρεπόταν μέχρι τα μεσάνυχτα. Ο κινηματόγραφος άρχισε πάλι, βέβαια όλο γερμανικές οπερέτες με τη Μαρίκα Ρεκ και ουγγαρέζικα κοινωνικά με τον Πωλ Γιαβόρ και την Καταλίνα Καράντυ βάζανε, και κάτι λίγα ιταλικά.
Στον κινηματόγραφο πήγαινα με τον Φάνη μας, μας έμπαζε τζάμπα ο κύριος Βιττόριο, της Καραμπινερίας και αυτός, αντικαταστάτης του κυρ Άλφιο, που είχε γυρίσει στην πατρίδα του τότε. Το εισιτήριο ήτανε φτηνό, γενική είσοδος πέντε εκατομμύρια, πολύ φτηνό αν σκεφτείς πως ένα κουτί σπίρτα είχε τρία εκατομμύρια, αλλά εμείς πού να τα βρούμε. Γέμιζα σταφίδα την τσέπη του Φάνη μας και πηγαίναμε πέντε μ’ εφτά. Προτού μπούμε ρωτούσαμε τον μπάρμπα-Γρηγόρη στην είσοδο, φαΐ έχει; Και μπαίναμε.
Διότι διαλέγαμε έργα όπου έδειχναν φαγητό. Στα κοινωνικά, δεν τρώγανε. Στις οπερέτες όμως είχε πάντα σκηνές με επίσημα δείπνα, τραπέζι φορτωμένο φαγιά, και οι πρωταγωνιστές όλο να μιλάνε και να μην τρώνε καθόλου. Αφού μια μέρα ένας θεατής φωνάζει του Βίλλυ Φριτς στην οθόνη, φάτε και τίποτα μωρέ! Ο κόσμος παρακολουθούσε και αναγλειφόταν με τα φαγιά, κι έβαλε τα γέλια μόλις τ’ άκουσε αυτό. Όμως ένας Γερμανός φαντάρος που έβλεπε το έργον νόμισε πως του βρίσανε την πατρίδα του και τον εξέρανε στις μπουνιές τον ανθρωπάκο που το φώναξε.
Μ’ αυτά τα έργα χορταίναμε, γιατί είχε και δεύτερη σκηνή φαγητού, όταν ο αστέρας πήγαινε την πρωταγωνίστρια σε εστιατόριο, ή σε σεπαρέ, για να την αποπλανήσει. Στην αρχή όλο έπιναν και το κοινό θύμωνε. Μετά όμως ερχόταν και το φαγητό. Πολύ άνοστα πράματα έμοιαζαν, όλο στρείδια, χαβιάρια, εγώ από τότε σιχαίνομαι τα θαλασσινά. Φασολάδα ή ψητό, είτε κεφαλάκι στον φούρνο, δεν τρώγανε ποτέ. Σ’ ένα έργο μόνο φάγανε κάτι αυγά. Πολλές φορές, όταν τέλειωναν οι σκηνές με τα φαγιά, με τραβολογούσε ο Φάνης να φύγουμε, γιατί μετά όλο ερωτικές σκηνές και σαλιαρίσματα είχε, από τότε φαίνεται καταδίκασα γενικώς τον έρωτα· γενικώς τον θεωρούσα λιγάκι σαν εγχείρηση στο κρεβάτι, κι ας πλαντάζει ο αρσενικός απάνω μου, ακόμα και σήμερα δηλαδή…………………….
Πατρίδα μου ήταν ένα κοριτσάκι ονόματι Ρουμπίνα, που είχε ένα περιβολάκι κάτω απ’ το κρεβάτι της και είχε πιστή φίλη της μια χρωματιστή κοτούλα
Ε, η πρόοδος βλέπεις. Οι κάτοικοι των επάλξεων μετακόμισαν οι πιο πολλοί στας Αθήνας. Κι όλοι καλοπερνούν. Λαχειοπώλες, θυρωροί, η μάνα της Αφροδίτης με ιδιόκτητο πολυβολείο, μια κούκλα το ’χει φτιάξει τώρα. Κι όλο πλέκει. Κοντεύει τα ογδόντα, πλην όλο μαζεύει χρήμα, τι το θέλει στην ηλικία της, ήμαρτον!
Δεν λέω, κι εγώ παλιότερα είχα ξεκινήσει ενέργειες για ένα οικοπεδάκι, αλλά δεν τα κατάφερα. Έλεγα, τι το θες μωρέ Ραραού το οικόπεδο. Χώμα είναι. Αδύνατο να εννοήσω τι το ήθελα το οικόπεδο.
Και τότε που με συνόδεψε πάλι αστυφύλακας στο σπίτι μου, εγώ αρνήθηκα να του πω πού μένω. Αυτός μου άνοιξε την τσάντα να βρει ταυτότητα για να δει τη διεύθυνσή μου, ηλικία πάντως δεν πρόφτασε να δει ο αγενής. Κι όσο περίμενα στο Τμήμα να ευκαιρήσει ο αστυφύλαξ να με συνοδέψει σπίτι μου, αυτός της υπηρεσίας με ρωτούσε όνομα και ποια η καταγωγή μου και η πατρίδα μου. Και τα θυμήθηκα
-Πατρίδα μου, του είπα, ήταν ένα κοριτσάκι ονόματι Ρουμπίνα. Που είχε ένα περιβολάκι κάτω απ’ το κρεβάτι της και είχε πιστή φίλη της μια χρωματιστή κοτούλα.
Και τότε αμέσως κατάλαβα γιατί όλοι οι άνθρωποι έχουμε σέβας και φιλία προς το χώμα και επιθυμία για γη: επειδή η γη είναι φτιαγμένη από τάφους. Και αυτό δεν είναι λυπητερό, γιατί να είναι λυπητερό; φυσικό πράμα είναι. Φυσικό είναι που η μητέρα μου απέβαλε την ομιλία. Κι ούτε με ταράζει πια που άρχισα να λησμονάω τη ματιά της μητέρας μου. Ξέχασα και ποιο χεράκι του Φάνη μας είναι το χαλασμένο. Ούτε και τι χρώμα μαλλιά είχε ο Φάνης μας θυμάμαι. Ξεχνάω και να λυπηθώ. Αυτό, λιγάκι με μελαγχολεί. Που ξεβάφουνε οι λύπες μου. Τι να κάνουμε…
Έχω όμως να θυμάμαι την πουλακίδα μου. Κι άμα με πιάσει κρίση σε ώρα κοινής ησυχίας, έχω μάθει το κόλπο πλέον: δαγκάνω ένα μαντήλι κι έτσι δεν με ακούνε οι συγκάτοικοι, κόλπο ξεσηκωμένο από το κινηματογράφο θα μου πεις, αλλά τέλος πάντων.
Μάλιστα, γιατρέ μου. Όμως, και η κρίση όλο και αραιότερα πλέον με επισκέπτεται.
Έχω την πουλακίδα μου να θυμάμαι, γιατρέ μου. Πολύχρωμη, και πέθανε από ασιτία στο πατρικό μου σπίτι. Και λέω, αυτή ήταν η μόνη συντροφιά που απόχτησα στο ζην μου. Γύρισε, και κοίταξε εμένα πριν γείρει και πεθάνει.
Εγώ; Ποιον θα κοιτάξω;
Δεν πειράζει.
Τώρα πλέον, το ζωντανούλι μου θα έχει γίνει χώμα.
Κι εγώ θα γίνω χώμα. Εν καιρώ.
Λέω, μετά από δύο, τρεις αιώνες, όταν και η πουλακίδα μου κι εγώ θα έχουμε γίνει δύο σκόνες αμέριμνες, μπορεί (μια ελπίδα μου λέω), μπορεί να μας ανασηκώσει μία μέρα το ίδιο αεράκι, και να μας ενώσει για λίγο, στον αέρα. Δύο στιγμές παρέα.
Παύλος Μάτεσις (12 Ιανουαρίου 1933 - 20 Ιανουαρίου 2013)
Παύλος Μάτεσις, Η μητέρα του σκύλου, εκδόσεις Καστανιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου