Δυστυχισμένε, τι έχεις και γυρίζεις
εδώ μονάχος, μ’ όψη αχνή;
Της λίμνης εξεράθηκαν τα βρύα,
και πια δεν κελαηδεί πουλί.
Δυστυχισμένε, τι έχεις κι είσαι τόσο
αλαλιασμένος και χλωμός;
Γέμισε η βερβερίτσα τη φωλιά της,
κι έχει τελειώσει ο θερισμός.
Κρίνο νωπό στο μέτωπό σου βλέπω,
της αγωνίας τη δροσιά.
Στο μάγουλό σου ρόδο μαραμένο,
που αποξηραίνεται γοργά.
Είδα μια ωραία κυρά μες στα λιβάδια,
νεραϊδοπούλα γαλανή,
κι είχε μακριά μαλλιά κι αλαφρό πόδι,
κι άγρια τα μάτια της πολύ.
Την ανεβάζω στο ήμερο άλογό μου,
κι άλλο δεν έβλεπ’ απ’ αυτή,
γιατί στο πλάι μου γέρνει και τραγούδι
νεράιδας σιγοτραγουδεί.
Πλέκω για το κεφάλι της στεφάνι,
βραχιόλια, ζώνη, όλο ευωδιά,
και σα να μ’ αγαπούσε με κοιτάζει
κι αναστενάζει σιγανά.
Γλυκόρριζες μού βρήκε, κι άγριο μέλι,
βρήκε του μάννα τη δροσιά,
και μου ’πε με τη ξωτικιά της γλώσσα
‘‘Ναι! σ’ αγαπώ στ’ αληθινά’’.
Στη νεραϊδοσπηλιά της σα με πήγε,
μ’ είδε και στέναξε βαθιά.
Της φιλώ τ’ άγρια και θλιμμένα μάτια,
ώσπου τα κοίμησα γλυκά.
Και κοιμηθήκαμε πάνω στα βρύα,
κι όνειρον είδα, ω δυστυχιά,
τ’ όνειρο, που στερνό μου όνειρο εστάθη,
στου λόφου την ψυχρή πλαγιά!
Σαν το θάνατο αχνοί ήταν βασιλιάδες,
και πλήθη μαχητών χλωμά,
που κράζανε ‘‘Στα δίχτυα σ’ έχει πιάσει
η αδάκρυτη Καλοκυρά’’.
Κι είδα στα σκότη τ’ άσαρκά τους χείλη,
σα φριχτό μήνυμ’ ανοιχτά,
και βρέθηκα, ξυπνώντας, εδώ πάνω
στου λόφου την ψυχρή πλαγιά.
Γι’ αυτό πάω κι έρχομαι, κι όλο γυρίζω,
εδώ μονάχος, μ’ όψη αχνή,
της λίμνης κι αν ξεράθηκαν τα βρύα,
κι αν πια δεν κελαηδεί πουλί.
Μετάφραση: Μάρκος Τσιριμώκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου